헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

φροντίζω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: φροντίζω φροντιῶ ἐφρόντισα

형태분석: φροντίζ (어간) + ω (인칭어미)

어원: from fronti/s

  1. 고려하다, 생각하다, 숙고하다, 심사숙고하다, 여기다, 판단하다, 조사하다, 헤아리다, 돌이키다
  2. 고려하다, 생각하다, 숙고하다, 고안하다, 여기다, 심사숙고하다, 판단하다
  3. 유의하다, 주의하다, 경청하다, 여기다, 존경하다, 주의를 기울이다, ~를 놀라서 보다
  1. to think, consider, reflect, take thought, have a care, give heed, to be thoughtful or anxious, to look thoughtful
  2. to think of, consider, to think out, devise, contrive, to take thought or consider
  3. to take thought for, give heed to, care about, regard, to be concerned or anxious, heed

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 φροντίζω

(나는) 고려한다

φροντίζεις

(너는) 고려한다

φροντίζει

(그는) 고려한다

쌍수 φροντίζετον

(너희 둘은) 고려한다

φροντίζετον

(그 둘은) 고려한다

복수 φροντίζομεν

(우리는) 고려한다

φροντίζετε

(너희는) 고려한다

φροντίζουσιν*

(그들은) 고려한다

접속법단수 φροντίζω

(나는) 고려하자

φροντίζῃς

(너는) 고려하자

φροντίζῃ

(그는) 고려하자

쌍수 φροντίζητον

(너희 둘은) 고려하자

φροντίζητον

(그 둘은) 고려하자

복수 φροντίζωμεν

(우리는) 고려하자

φροντίζητε

(너희는) 고려하자

φροντίζωσιν*

(그들은) 고려하자

기원법단수 φροντίζοιμι

(나는) 고려하기를 (바라다)

φροντίζοις

(너는) 고려하기를 (바라다)

φροντίζοι

(그는) 고려하기를 (바라다)

쌍수 φροντίζοιτον

(너희 둘은) 고려하기를 (바라다)

φροντιζοίτην

(그 둘은) 고려하기를 (바라다)

복수 φροντίζοιμεν

(우리는) 고려하기를 (바라다)

φροντίζοιτε

(너희는) 고려하기를 (바라다)

φροντίζοιεν

(그들은) 고려하기를 (바라다)

명령법단수 φρόντιζε

(너는) 고려해라

φροντιζέτω

(그는) 고려해라

쌍수 φροντίζετον

(너희 둘은) 고려해라

φροντιζέτων

(그 둘은) 고려해라

복수 φροντίζετε

(너희는) 고려해라

φροντιζόντων, φροντιζέτωσαν

(그들은) 고려해라

부정사 φροντίζειν

고려하는 것

분사 남성여성중성
φροντιζων

φροντιζοντος

φροντιζουσα

φροντιζουσης

φροντιζον

φροντιζοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 φροντίζομαι

(나는) 고려된다

φροντίζει, φροντίζῃ

(너는) 고려된다

φροντίζεται

(그는) 고려된다

쌍수 φροντίζεσθον

(너희 둘은) 고려된다

φροντίζεσθον

(그 둘은) 고려된다

복수 φροντιζόμεθα

(우리는) 고려된다

φροντίζεσθε

(너희는) 고려된다

φροντίζονται

(그들은) 고려된다

접속법단수 φροντίζωμαι

(나는) 고려되자

φροντίζῃ

(너는) 고려되자

φροντίζηται

(그는) 고려되자

쌍수 φροντίζησθον

(너희 둘은) 고려되자

φροντίζησθον

(그 둘은) 고려되자

복수 φροντιζώμεθα

(우리는) 고려되자

φροντίζησθε

(너희는) 고려되자

φροντίζωνται

(그들은) 고려되자

기원법단수 φροντιζοίμην

(나는) 고려되기를 (바라다)

φροντίζοιο

(너는) 고려되기를 (바라다)

φροντίζοιτο

(그는) 고려되기를 (바라다)

쌍수 φροντίζοισθον

(너희 둘은) 고려되기를 (바라다)

φροντιζοίσθην

(그 둘은) 고려되기를 (바라다)

복수 φροντιζοίμεθα

(우리는) 고려되기를 (바라다)

φροντίζοισθε

(너희는) 고려되기를 (바라다)

φροντίζοιντο

(그들은) 고려되기를 (바라다)

명령법단수 φροντίζου

(너는) 고려되어라

φροντιζέσθω

(그는) 고려되어라

쌍수 φροντίζεσθον

(너희 둘은) 고려되어라

φροντιζέσθων

(그 둘은) 고려되어라

복수 φροντίζεσθε

(너희는) 고려되어라

φροντιζέσθων, φροντιζέσθωσαν

(그들은) 고려되어라

부정사 φροντίζεσθαι

고려되는 것

분사 남성여성중성
φροντιζομενος

φροντιζομενου

φροντιζομενη

φροντιζομενης

φροντιζομενον

φροντιζομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 φροντίω

(나는) 고려하겠다

φροντίεις

(너는) 고려하겠다

φροντίει

(그는) 고려하겠다

쌍수 φροντίειτον

(너희 둘은) 고려하겠다

φροντίειτον

(그 둘은) 고려하겠다

복수 φροντίουμεν

(우리는) 고려하겠다

φροντίειτε

(너희는) 고려하겠다

φροντίουσιν*

(그들은) 고려하겠다

기원법단수 φροντίοιμι

(나는) 고려하겠기를 (바라다)

φροντίοις

(너는) 고려하겠기를 (바라다)

φροντίοι

(그는) 고려하겠기를 (바라다)

쌍수 φροντίοιτον

(너희 둘은) 고려하겠기를 (바라다)

φροντιοίτην

(그 둘은) 고려하겠기를 (바라다)

복수 φροντίοιμεν

(우리는) 고려하겠기를 (바라다)

φροντίοιτε

(너희는) 고려하겠기를 (바라다)

φροντίοιεν

(그들은) 고려하겠기를 (바라다)

부정사 φροντίειν

고려할 것

분사 남성여성중성
φροντιων

φροντιουντος

φροντιουσα

φροντιουσης

φροντιουν

φροντιουντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 φροντίουμαι

(나는) 고려되겠다

φροντίει, φροντίῃ

(너는) 고려되겠다

φροντίειται

(그는) 고려되겠다

쌍수 φροντίεισθον

(너희 둘은) 고려되겠다

φροντίεισθον

(그 둘은) 고려되겠다

복수 φροντιοῦμεθα

(우리는) 고려되겠다

φροντίεισθε

(너희는) 고려되겠다

φροντίουνται

(그들은) 고려되겠다

기원법단수 φροντιοίμην

(나는) 고려되겠기를 (바라다)

φροντίοιο

(너는) 고려되겠기를 (바라다)

φροντίοιτο

(그는) 고려되겠기를 (바라다)

쌍수 φροντίοισθον

(너희 둘은) 고려되겠기를 (바라다)

φροντιοίσθην

(그 둘은) 고려되겠기를 (바라다)

복수 φροντιοίμεθα

(우리는) 고려되겠기를 (바라다)

φροντίοισθε

(너희는) 고려되겠기를 (바라다)

φροντίοιντο

(그들은) 고려되겠기를 (바라다)

부정사 φροντίεισθαι

고려될 것

분사 남성여성중성
φροντιουμενος

φροντιουμενου

φροντιουμενη

φροντιουμενης

φροντιουμενον

φροντιουμενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐφρόντιζον

(나는) 고려하고 있었다

ἐφρόντιζες

(너는) 고려하고 있었다

ἐφρόντιζεν*

(그는) 고려하고 있었다

쌍수 ἐφροντίζετον

(너희 둘은) 고려하고 있었다

ἐφροντιζέτην

(그 둘은) 고려하고 있었다

복수 ἐφροντίζομεν

(우리는) 고려하고 있었다

ἐφροντίζετε

(너희는) 고려하고 있었다

ἐφρόντιζον

(그들은) 고려하고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐφροντιζόμην

(나는) 고려되고 있었다

ἐφροντίζου

(너는) 고려되고 있었다

ἐφροντίζετο

(그는) 고려되고 있었다

쌍수 ἐφροντίζεσθον

(너희 둘은) 고려되고 있었다

ἐφροντιζέσθην

(그 둘은) 고려되고 있었다

복수 ἐφροντιζόμεθα

(우리는) 고려되고 있었다

ἐφροντίζεσθε

(너희는) 고려되고 있었다

ἐφροντίζοντο

(그들은) 고려되고 있었다

단순 과거(Aorist) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐφρόντισα

(나는) 고려했다

ἐφρόντισας

(너는) 고려했다

ἐφρόντισεν*

(그는) 고려했다

쌍수 ἐφροντίσατον

(너희 둘은) 고려했다

ἐφροντισάτην

(그 둘은) 고려했다

복수 ἐφροντίσαμεν

(우리는) 고려했다

ἐφροντίσατε

(너희는) 고려했다

ἐφρόντισαν

(그들은) 고려했다

접속법단수 φροντίσω

(나는) 고려했자

φροντίσῃς

(너는) 고려했자

φροντίσῃ

(그는) 고려했자

쌍수 φροντίσητον

(너희 둘은) 고려했자

φροντίσητον

(그 둘은) 고려했자

복수 φροντίσωμεν

(우리는) 고려했자

φροντίσητε

(너희는) 고려했자

φροντίσωσιν*

(그들은) 고려했자

기원법단수 φροντίσαιμι

(나는) 고려했기를 (바라다)

φροντίσαις

(너는) 고려했기를 (바라다)

φροντίσαι

(그는) 고려했기를 (바라다)

쌍수 φροντίσαιτον

(너희 둘은) 고려했기를 (바라다)

φροντισαίτην

(그 둘은) 고려했기를 (바라다)

복수 φροντίσαιμεν

(우리는) 고려했기를 (바라다)

φροντίσαιτε

(너희는) 고려했기를 (바라다)

φροντίσαιεν

(그들은) 고려했기를 (바라다)

명령법단수 φρόντισον

(너는) 고려했어라

φροντισάτω

(그는) 고려했어라

쌍수 φροντίσατον

(너희 둘은) 고려했어라

φροντισάτων

(그 둘은) 고려했어라

복수 φροντίσατε

(너희는) 고려했어라

φροντισάντων

(그들은) 고려했어라

부정사 φροντίσαι

고려했는 것

분사 남성여성중성
φροντισᾱς

φροντισαντος

φροντισᾱσα

φροντισᾱσης

φροντισαν

φροντισαντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐφροντισάμην

(나는) 고려되었다

ἐφροντίσω

(너는) 고려되었다

ἐφροντίσατο

(그는) 고려되었다

쌍수 ἐφροντίσασθον

(너희 둘은) 고려되었다

ἐφροντισάσθην

(그 둘은) 고려되었다

복수 ἐφροντισάμεθα

(우리는) 고려되었다

ἐφροντίσασθε

(너희는) 고려되었다

ἐφροντίσαντο

(그들은) 고려되었다

접속법단수 φροντίσωμαι

(나는) 고려되었자

φροντίσῃ

(너는) 고려되었자

φροντίσηται

(그는) 고려되었자

쌍수 φροντίσησθον

(너희 둘은) 고려되었자

φροντίσησθον

(그 둘은) 고려되었자

복수 φροντισώμεθα

(우리는) 고려되었자

φροντίσησθε

(너희는) 고려되었자

φροντίσωνται

(그들은) 고려되었자

기원법단수 φροντισαίμην

(나는) 고려되었기를 (바라다)

φροντίσαιο

(너는) 고려되었기를 (바라다)

φροντίσαιτο

(그는) 고려되었기를 (바라다)

쌍수 φροντίσαισθον

(너희 둘은) 고려되었기를 (바라다)

φροντισαίσθην

(그 둘은) 고려되었기를 (바라다)

복수 φροντισαίμεθα

(우리는) 고려되었기를 (바라다)

φροντίσαισθε

(너희는) 고려되었기를 (바라다)

φροντίσαιντο

(그들은) 고려되었기를 (바라다)

명령법단수 φρόντισαι

(너는) 고려되었어라

φροντισάσθω

(그는) 고려되었어라

쌍수 φροντίσασθον

(너희 둘은) 고려되었어라

φροντισάσθων

(그 둘은) 고려되었어라

복수 φροντίσασθε

(너희는) 고려되었어라

φροντισάσθων

(그들은) 고려되었어라

부정사 φροντίσεσθαι

고려되었는 것

분사 남성여성중성
φροντισαμενος

φροντισαμενου

φροντισαμενη

φροντισαμενης

φροντισαμενον

φροντισαμενου

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • Ἐγὼ μὲν φροντίζω, σὺ δὲ ἀδήλωσ αὐτοὺσ διεξέρχῃ. (Lucian, 8:17)

    (루키아노스, 8:17)

  • φροντίζω πότερα θεόν σε εἴπω ἢ ἄνθρωπον. (Xenophon, Works on Socrates, 16:4)

    (크세노폰, Works on Socrates, 16:4)

  • φροντίζω τούτων ἥντιν’ ἰώ πρότερην· (Unknown, Elegy and Iambus, Volume I, , 1386-1389505)

    (작자 미상, 비가, , 1386-1389505)

  • καὶ φροντίζω μὴ κράτιστον ᾖ μοι σιγᾶν· (Xenophon, Memorabilia, , chapter 2 40:4)

    (크세노폰, Memorabilia, , chapter 2 40:4)

  • εἰσ τοιαύτην ὑπηρεσίαν κατατεταγμένοσ ἔτι φροντίζω, ποῦ εἰμι ἢ μετὰ τίνων ἢ τί περὶ ἐμοῦ λέγουσιν; (Epictetus, Works, book 3, 114:1)

    (에픽테토스, Works, book 3, 114:1)

유의어

  1. 고려하다

  2. 고려하다

  3. 유의하다

파생어

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION