헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

καταμανθάνω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: καταμανθάνω καταμαθήσομαι κατεμάθον

형태분석: κατα (접두사) + μανθάν (어간) + ω (인칭어미)

  1. 살펴보다, 검사하다, 검토하다
  2. 이해하다, 인지하다, 파악하다
  3. 발견하다, 찾아내다, 찾다
  4. 의식하다
  5. 고려하다, 숙고하다
  1. to observe well, examine closely
  2. to learn thoroughly
  3. to perceive, understand
  4. to discover, find
  5. to learn thoroughly, to have learnt, to be aware
  6. to consider

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καταμανθάνω

(나는) 살펴본다

καταμανθάνεις

(너는) 살펴본다

καταμανθάνει

(그는) 살펴본다

쌍수 καταμανθάνετον

(너희 둘은) 살펴본다

καταμανθάνετον

(그 둘은) 살펴본다

복수 καταμανθάνομεν

(우리는) 살펴본다

καταμανθάνετε

(너희는) 살펴본다

καταμανθάνουσιν*

(그들은) 살펴본다

접속법단수 καταμανθάνω

(나는) 살펴보자

καταμανθάνῃς

(너는) 살펴보자

καταμανθάνῃ

(그는) 살펴보자

쌍수 καταμανθάνητον

(너희 둘은) 살펴보자

καταμανθάνητον

(그 둘은) 살펴보자

복수 καταμανθάνωμεν

(우리는) 살펴보자

καταμανθάνητε

(너희는) 살펴보자

καταμανθάνωσιν*

(그들은) 살펴보자

기원법단수 καταμανθάνοιμι

(나는) 살펴보기를 (바라다)

καταμανθάνοις

(너는) 살펴보기를 (바라다)

καταμανθάνοι

(그는) 살펴보기를 (바라다)

쌍수 καταμανθάνοιτον

(너희 둘은) 살펴보기를 (바라다)

καταμανθανοίτην

(그 둘은) 살펴보기를 (바라다)

복수 καταμανθάνοιμεν

(우리는) 살펴보기를 (바라다)

καταμανθάνοιτε

(너희는) 살펴보기를 (바라다)

καταμανθάνοιεν

(그들은) 살펴보기를 (바라다)

명령법단수 καταμάνθανε

(너는) 살펴봐라

καταμανθανέτω

(그는) 살펴봐라

쌍수 καταμανθάνετον

(너희 둘은) 살펴봐라

καταμανθανέτων

(그 둘은) 살펴봐라

복수 καταμανθάνετε

(너희는) 살펴봐라

καταμανθανόντων, καταμανθανέτωσαν

(그들은) 살펴봐라

부정사 καταμανθάνειν

살펴보는 것

분사 남성여성중성
καταμανθανων

καταμανθανοντος

καταμανθανουσα

καταμανθανουσης

καταμανθανον

καταμανθανοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καταμανθάνομαι

(나는) 살펴보여진다

καταμανθάνει, καταμανθάνῃ

(너는) 살펴보여진다

καταμανθάνεται

(그는) 살펴보여진다

쌍수 καταμανθάνεσθον

(너희 둘은) 살펴보여진다

καταμανθάνεσθον

(그 둘은) 살펴보여진다

복수 καταμανθανόμεθα

(우리는) 살펴보여진다

καταμανθάνεσθε

(너희는) 살펴보여진다

καταμανθάνονται

(그들은) 살펴보여진다

접속법단수 καταμανθάνωμαι

(나는) 살펴보여지자

καταμανθάνῃ

(너는) 살펴보여지자

καταμανθάνηται

(그는) 살펴보여지자

쌍수 καταμανθάνησθον

(너희 둘은) 살펴보여지자

καταμανθάνησθον

(그 둘은) 살펴보여지자

복수 καταμανθανώμεθα

(우리는) 살펴보여지자

καταμανθάνησθε

(너희는) 살펴보여지자

καταμανθάνωνται

(그들은) 살펴보여지자

기원법단수 καταμανθανοίμην

(나는) 살펴보여지기를 (바라다)

καταμανθάνοιο

(너는) 살펴보여지기를 (바라다)

καταμανθάνοιτο

(그는) 살펴보여지기를 (바라다)

쌍수 καταμανθάνοισθον

(너희 둘은) 살펴보여지기를 (바라다)

καταμανθανοίσθην

(그 둘은) 살펴보여지기를 (바라다)

복수 καταμανθανοίμεθα

(우리는) 살펴보여지기를 (바라다)

καταμανθάνοισθε

(너희는) 살펴보여지기를 (바라다)

καταμανθάνοιντο

(그들은) 살펴보여지기를 (바라다)

명령법단수 καταμανθάνου

(너는) 살펴보여져라

καταμανθανέσθω

(그는) 살펴보여져라

쌍수 καταμανθάνεσθον

(너희 둘은) 살펴보여져라

καταμανθανέσθων

(그 둘은) 살펴보여져라

복수 καταμανθάνεσθε

(너희는) 살펴보여져라

καταμανθανέσθων, καταμανθανέσθωσαν

(그들은) 살펴보여져라

부정사 καταμανθάνεσθαι

살펴보여지는 것

분사 남성여성중성
καταμανθανομενος

καταμανθανομενου

καταμανθανομενη

καταμανθανομενης

καταμανθανομενον

καταμανθανομενου

미래 시제

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καταμαθήσομαι

(나는) 살펴보겠다

καταμαθήσει, καταμαθήσῃ

(너는) 살펴보겠다

καταμαθήσεται

(그는) 살펴보겠다

쌍수 καταμαθήσεσθον

(너희 둘은) 살펴보겠다

καταμαθήσεσθον

(그 둘은) 살펴보겠다

복수 καταμαθησόμεθα

(우리는) 살펴보겠다

καταμαθήσεσθε

(너희는) 살펴보겠다

καταμαθήσονται

(그들은) 살펴보겠다

기원법단수 καταμαθησοίμην

(나는) 살펴보겠기를 (바라다)

καταμαθήσοιο

(너는) 살펴보겠기를 (바라다)

καταμαθήσοιτο

(그는) 살펴보겠기를 (바라다)

쌍수 καταμαθήσοισθον

(너희 둘은) 살펴보겠기를 (바라다)

καταμαθησοίσθην

(그 둘은) 살펴보겠기를 (바라다)

복수 καταμαθησοίμεθα

(우리는) 살펴보겠기를 (바라다)

καταμαθήσοισθε

(너희는) 살펴보겠기를 (바라다)

καταμαθήσοιντο

(그들은) 살펴보겠기를 (바라다)

부정사 καταμαθήσεσθαι

살펴볼 것

분사 남성여성중성
καταμαθησομενος

καταμαθησομενου

καταμαθησομενη

καταμαθησομενης

καταμαθησομενον

καταμαθησομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατεμάνθανον

(나는) 살펴보고 있었다

κατεμάνθανες

(너는) 살펴보고 있었다

κατεμάνθανεν*

(그는) 살펴보고 있었다

쌍수 κατεμανθάνετον

(너희 둘은) 살펴보고 있었다

κατεμανθανέτην

(그 둘은) 살펴보고 있었다

복수 κατεμανθάνομεν

(우리는) 살펴보고 있었다

κατεμανθάνετε

(너희는) 살펴보고 있었다

κατεμάνθανον

(그들은) 살펴보고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατεμανθανόμην

(나는) 살펴보여지고 있었다

κατεμανθάνου

(너는) 살펴보여지고 있었다

κατεμανθάνετο

(그는) 살펴보여지고 있었다

쌍수 κατεμανθάνεσθον

(너희 둘은) 살펴보여지고 있었다

κατεμανθανέσθην

(그 둘은) 살펴보여지고 있었다

복수 κατεμανθανόμεθα

(우리는) 살펴보여지고 있었다

κατεμανθάνεσθε

(너희는) 살펴보여지고 있었다

κατεμανθάνοντο

(그들은) 살펴보여지고 있었다

단순 과거(Aorist) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατέμαθον

(나는) 살펴봤다

κατέμαθες

(너는) 살펴봤다

κατέμαθεν*

(그는) 살펴봤다

쌍수 κατεμάθετον

(너희 둘은) 살펴봤다

κατεμαθέτην

(그 둘은) 살펴봤다

복수 κατεμάθομεν

(우리는) 살펴봤다

κατεμάθετε

(너희는) 살펴봤다

κατέμαθον

(그들은) 살펴봤다

명령법단수 καταμάθε

(너는) 살펴봤어라

καταμαθέτω

(그는) 살펴봤어라

쌍수 καταμάθετον

(너희 둘은) 살펴봤어라

καταμαθέτων

(그 둘은) 살펴봤어라

복수 καταμάθετε

(너희는) 살펴봤어라

καταμαθόντων

(그들은) 살펴봤어라

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. 살펴보다

  2. to learn thoroughly

  3. 이해하다

  4. 발견하다

  5. 의식하다

  6. 고려하다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION