헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

διαφυλάσσω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: διαφυλάσσω διαφυλάξω

형태분석: δια (접두사) + φυλάσς (어간) + ω (인칭어미)

  1. 경계하다, 감시하다
  2. 유지하다, 관찰하다, 살피다, 보존하다
  1. to watch closely, guard carefully, to guard for oneself
  2. to observe closely
  3. to observe, maintain, to guard against

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διαφυλάσσω

(나는) 경계한다

διαφυλάσσεις

(너는) 경계한다

διαφυλάσσει

(그는) 경계한다

쌍수 διαφυλάσσετον

(너희 둘은) 경계한다

διαφυλάσσετον

(그 둘은) 경계한다

복수 διαφυλάσσομεν

(우리는) 경계한다

διαφυλάσσετε

(너희는) 경계한다

διαφυλάσσουσιν*

(그들은) 경계한다

접속법단수 διαφυλάσσω

(나는) 경계하자

διαφυλάσσῃς

(너는) 경계하자

διαφυλάσσῃ

(그는) 경계하자

쌍수 διαφυλάσσητον

(너희 둘은) 경계하자

διαφυλάσσητον

(그 둘은) 경계하자

복수 διαφυλάσσωμεν

(우리는) 경계하자

διαφυλάσσητε

(너희는) 경계하자

διαφυλάσσωσιν*

(그들은) 경계하자

기원법단수 διαφυλάσσοιμι

(나는) 경계하기를 (바라다)

διαφυλάσσοις

(너는) 경계하기를 (바라다)

διαφυλάσσοι

(그는) 경계하기를 (바라다)

쌍수 διαφυλάσσοιτον

(너희 둘은) 경계하기를 (바라다)

διαφυλασσοίτην

(그 둘은) 경계하기를 (바라다)

복수 διαφυλάσσοιμεν

(우리는) 경계하기를 (바라다)

διαφυλάσσοιτε

(너희는) 경계하기를 (바라다)

διαφυλάσσοιεν

(그들은) 경계하기를 (바라다)

명령법단수 διαφύλασσε

(너는) 경계해라

διαφυλασσέτω

(그는) 경계해라

쌍수 διαφυλάσσετον

(너희 둘은) 경계해라

διαφυλασσέτων

(그 둘은) 경계해라

복수 διαφυλάσσετε

(너희는) 경계해라

διαφυλασσόντων, διαφυλασσέτωσαν

(그들은) 경계해라

부정사 διαφυλάσσειν

경계하는 것

분사 남성여성중성
διαφυλασσων

διαφυλασσοντος

διαφυλασσουσα

διαφυλασσουσης

διαφυλασσον

διαφυλασσοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διαφυλάσσομαι

(나는) 경계된다

διαφυλάσσει, διαφυλάσσῃ

(너는) 경계된다

διαφυλάσσεται

(그는) 경계된다

쌍수 διαφυλάσσεσθον

(너희 둘은) 경계된다

διαφυλάσσεσθον

(그 둘은) 경계된다

복수 διαφυλασσόμεθα

(우리는) 경계된다

διαφυλάσσεσθε

(너희는) 경계된다

διαφυλάσσονται

(그들은) 경계된다

접속법단수 διαφυλάσσωμαι

(나는) 경계되자

διαφυλάσσῃ

(너는) 경계되자

διαφυλάσσηται

(그는) 경계되자

쌍수 διαφυλάσσησθον

(너희 둘은) 경계되자

διαφυλάσσησθον

(그 둘은) 경계되자

복수 διαφυλασσώμεθα

(우리는) 경계되자

διαφυλάσσησθε

(너희는) 경계되자

διαφυλάσσωνται

(그들은) 경계되자

기원법단수 διαφυλασσοίμην

(나는) 경계되기를 (바라다)

διαφυλάσσοιο

(너는) 경계되기를 (바라다)

διαφυλάσσοιτο

(그는) 경계되기를 (바라다)

쌍수 διαφυλάσσοισθον

(너희 둘은) 경계되기를 (바라다)

διαφυλασσοίσθην

(그 둘은) 경계되기를 (바라다)

복수 διαφυλασσοίμεθα

(우리는) 경계되기를 (바라다)

διαφυλάσσοισθε

(너희는) 경계되기를 (바라다)

διαφυλάσσοιντο

(그들은) 경계되기를 (바라다)

명령법단수 διαφυλάσσου

(너는) 경계되어라

διαφυλασσέσθω

(그는) 경계되어라

쌍수 διαφυλάσσεσθον

(너희 둘은) 경계되어라

διαφυλασσέσθων

(그 둘은) 경계되어라

복수 διαφυλάσσεσθε

(너희는) 경계되어라

διαφυλασσέσθων, διαφυλασσέσθωσαν

(그들은) 경계되어라

부정사 διαφυλάσσεσθαι

경계되는 것

분사 남성여성중성
διαφυλασσομενος

διαφυλασσομενου

διαφυλασσομενη

διαφυλασσομενης

διαφυλασσομενον

διαφυλασσομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διαφυλάξω

(나는) 경계하겠다

διαφυλάξεις

(너는) 경계하겠다

διαφυλάξει

(그는) 경계하겠다

쌍수 διαφυλάξετον

(너희 둘은) 경계하겠다

διαφυλάξετον

(그 둘은) 경계하겠다

복수 διαφυλάξομεν

(우리는) 경계하겠다

διαφυλάξετε

(너희는) 경계하겠다

διαφυλάξουσιν*

(그들은) 경계하겠다

기원법단수 διαφυλάξοιμι

(나는) 경계하겠기를 (바라다)

διαφυλάξοις

(너는) 경계하겠기를 (바라다)

διαφυλάξοι

(그는) 경계하겠기를 (바라다)

쌍수 διαφυλάξοιτον

(너희 둘은) 경계하겠기를 (바라다)

διαφυλαξοίτην

(그 둘은) 경계하겠기를 (바라다)

복수 διαφυλάξοιμεν

(우리는) 경계하겠기를 (바라다)

διαφυλάξοιτε

(너희는) 경계하겠기를 (바라다)

διαφυλάξοιεν

(그들은) 경계하겠기를 (바라다)

부정사 διαφυλάξειν

경계할 것

분사 남성여성중성
διαφυλαξων

διαφυλαξοντος

διαφυλαξουσα

διαφυλαξουσης

διαφυλαξον

διαφυλαξοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διαφυλάξομαι

(나는) 경계되겠다

διαφυλάξει, διαφυλάξῃ

(너는) 경계되겠다

διαφυλάξεται

(그는) 경계되겠다

쌍수 διαφυλάξεσθον

(너희 둘은) 경계되겠다

διαφυλάξεσθον

(그 둘은) 경계되겠다

복수 διαφυλαξόμεθα

(우리는) 경계되겠다

διαφυλάξεσθε

(너희는) 경계되겠다

διαφυλάξονται

(그들은) 경계되겠다

기원법단수 διαφυλαξοίμην

(나는) 경계되겠기를 (바라다)

διαφυλάξοιο

(너는) 경계되겠기를 (바라다)

διαφυλάξοιτο

(그는) 경계되겠기를 (바라다)

쌍수 διαφυλάξοισθον

(너희 둘은) 경계되겠기를 (바라다)

διαφυλαξοίσθην

(그 둘은) 경계되겠기를 (바라다)

복수 διαφυλαξοίμεθα

(우리는) 경계되겠기를 (바라다)

διαφυλάξοισθε

(너희는) 경계되겠기를 (바라다)

διαφυλάξοιντο

(그들은) 경계되겠기를 (바라다)

부정사 διαφυλάξεσθαι

경계될 것

분사 남성여성중성
διαφυλαξομενος

διαφυλαξομενου

διαφυλαξομενη

διαφυλαξομενης

διαφυλαξομενον

διαφυλαξομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διεφύλασσον

(나는) 경계하고 있었다

διεφύλασσες

(너는) 경계하고 있었다

διεφύλασσεν*

(그는) 경계하고 있었다

쌍수 διεφυλάσσετον

(너희 둘은) 경계하고 있었다

διεφυλασσέτην

(그 둘은) 경계하고 있었다

복수 διεφυλάσσομεν

(우리는) 경계하고 있었다

διεφυλάσσετε

(너희는) 경계하고 있었다

διεφύλασσον

(그들은) 경계하고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διεφυλασσόμην

(나는) 경계되고 있었다

διεφυλάσσου

(너는) 경계되고 있었다

διεφυλάσσετο

(그는) 경계되고 있었다

쌍수 διεφυλάσσεσθον

(너희 둘은) 경계되고 있었다

διεφυλασσέσθην

(그 둘은) 경계되고 있었다

복수 διεφυλασσόμεθα

(우리는) 경계되고 있었다

διεφυλάσσεσθε

(너희는) 경계되고 있었다

διεφυλάσσοντο

(그들은) 경계되고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • οἱ μὲν οὖν ἐπεκαλοῦντο τὸν παντοκράτορα Θεὸν τὰ πεπιστευμένα τοῖσ πεπιστευκόσι σῶα διαφυλάσσειν μετὰ πάσησ ἀσφαλείασ, (Septuagint, Liber Maccabees II 3:22)

    (70인역 성경, Liber Maccabees II 3:22)

  • τοῦ διαφυλάσσειν σὲ ἀπὸ γυναικὸσ ὑπάνδρου καὶ ἀπὸ διαβολῆσ γλώσσησ ἀλλοτρίασ. (Septuagint, Liber Proverbiorum 6:28)

    (70인역 성경, 잠언 6:28)

  • ἄρρενεσ δὲ καὶ ἐσ δέκατον διαφυλάσσουσιν. (Arrian, Cynegeticus, chapter 32 2:2)

    (아리아노스, Cynegeticus, chapter 32 2:2)

  • ἰδὼν δὲ Φόρβασ, ὃσ μοναμπύκων ἄναξ ἦν τοῖσ Ἐρεχθείδαισιν, ἁρμάτων ὄχλον, οἵ τ’ αὖ τὸ Κάδμου διεφύλασσον ἱππικόν, συνῆψαν ἀλκὴν κἀκράτουν ἡσσῶντό τε. (Euripides, Suppliants, episode 1:5)

    (에우리피데스, Suppliants, episode 1:5)

  • ταῦτα καὶ πρὸσ τούτοισ ἕτερα πολλὰ κατὰ βασιλέωσ Ἀγρίππα λέγων ὑπὲρ τοῦ τὸν δῆμον εἰσ τὴν ἀπόστασιν ἐρεθίσαι, προσετίθει νῦν εἶναι καιρὸν ἀραμένουσ ὅπλα καὶ Γαλιλαίουσ συμμάχουσ προσλαβόντασ, ἄρξειν γὰρ αὐτῶν ἑκόντων διὰ τὸ πρὸσ τοὺσ Σεπφωρίτασ μῖσοσ ὑπάρχειν αὐτοῖσ, ὅτι τὴν πρὸσ Ῥωμαίουσ πίστιν διαφυλάσσουσιν, μεγάλῃ χειρὶ πρὸσ τὴν ὑπὲρ αὐτῶν τιμωρίαν τραπέσθαι. (Flavius Josephus, 48:1)

    (플라비우스 요세푸스, 48:1)

유의어

  1. 경계하다

  2. to observe closely

  3. 유지하다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION