καταλαμβάνω
Non-contract Verb;
자동번역
Transliteration:
Principal Part:
καταλαμβάνω
καταλήψομαι
κατέλαβον
κατείληφα
κατείλημμαι
κατελήφθην
Structure:
κατα
(Prefix)
+
λαμβάν
(Stem)
+
ω
(Ending)
Sense
- I seize, grasp, hold
- I grasp with the mind: comprehend
- I catch, overtake
- I find, detect
- I occur, befall (often of events, especially negative events: death, disaster, defeat, etc.)
Conjugation
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- πολλὰσ ὁμοῦ καὶ ἀτελεῖσ ἀρχὰσ πράττοντασ φιλίασ καὶ συνηθείασ, ἔρωτι τοῦ διωκομένου παρερχομένουσ τὸ καταλαμβανόμενον. (Plutarch, De amicorum multitudine, chapter, section 2 4:1)
- τρόπαια τροπαίοισ ἐπανίσταται καὶ θριάμβοι θριάμβοισ ἀπαντῶσι, καὶ τὸ πρῶτον αἷμα τῶν ὅπλων ἔτι θερμὸν ἀποκλύζεται τῷ δευτέρῳ καταλαμβανόμενον. (Plutarch, De fortuna Romanorum, section 11 2:1)
- τρόπαια τροπαίοισ ἐπανίσταται καὶ θριάμβοι θριάμβοισ ἀπαντῶσι, καὶ τὸ πρῶτον αἷμα τῶν ὅπλων ἔτι θερμὸν ἀποκλύζεται τῷ δευτέρῳ καταλαμβανόμενον. (Plutarch, De fortuna Romanorum, section 11 3:2)
- Ἰλίου κρατηθέντοσ ὑπ’ Ἀχαιῶν, εἴτε τοῦ δουρείου ἵππου τῇ ἀπάτῃ, ὡσ Ὁμήρῳ πεποίηται, εἴτε τῇ προδοσίᾳ τῶν Ἀντηνοριδῶν εἴτε ἄλλωσ πωσ, τὸ μὲν ἄλλο πλῆθοσ ἐν τῇ πόλει Τρωικόν τε καὶ συμμαχικὸν ἐν ταῖσ εὐναῖσ ἔτι καταλαμβανόμενον ἐφονεύετο ̔νυκτὸσ γὰρ δὴ τὸ δεινὸν ἀφυλάκτοισ αὐτοῖσ ἐπιστῆναι ἐοίκεν’, Αἰνείασ δὲ καὶ οἱ σὺν αὐτῷ παρόντεσ Ἰλιεῦσιν ἐπίκουροι Τρῶεσ ἐκ Δαρδάνου τε πόλεωσ καὶ Ὀφρυνίου τῶν τε ἄλλων ὅσοι τῆσ κάτω πόλεωσ ἁλισκομένησ ἔφθασαν αἴσθησιν τοῦ δεινοῦ λαβεῖν, ἐπὶ τὰ καρτερὰ τοῦ Περγάμου συμφυγόντεσ τὴν ἀκρόπολιν ἰδίῳ τείχει φρουρουμένην καταλαμβάνονται, ἐν ᾗ καὶ ἱερὰ τὰ πατρῷα τοῖσ Τρωσὶν ἦν καὶ χρημάτων ὁ πολὺσ πλοῦτοσ, οἱᾶ εἰκὸσ ἐν ἐχυρῷ, καὶ τοῦ στρατιωτικοῦ τὸ κράτιστον· (Dionysius of Halicarnassus, Antiquitates Romanae, book 1, chapter 46 1:1)
- οἱ δὲ ἐκπεπληγμένοι τε ἦσαν τῷ πράγματι καὶ ἀπελογοῦντο ὡσ οὐκ ἄν ποτε οὕτω μῶροι ἦσαν ὡσ εἰ ᾔδεσαν καταλαμβανόμενον τὸν Πειραιᾶ, ἐν τῷ ἄστει ἂν ὑποχειρίουσ αὑτοὺσ παρεῖχον, καὶ ταῦτα παρὰ τῷ προξένῳ, οὗ τάχιστ’ ἂν ηὑρέθησαν. (Xenophon, Hellenica, , chapter 4 27:3)
Synonyms
-
I seize
- λαμβάνω (I take, I take hold of, grasp)
- λάζομαι (I seize, grasp)
- συναρπάζω (to seize, grasp)
- κρατέω (I seize, hold)
- συμμάρπτω (to seize or grasp together)
- αἱρέω (to take, grasp, seize)
- διαλαμβάνω (to grasp or lay hold of separately, to seize, arrest)
- δράσσομαι (to lay hold of, having seized)
- συναιρέω (to grasp or seize together, to seize at once)
-
I grasp with the mind
-
I catch
-
I find
-
I occur
Derived
- ἀναλαμβάνω (to take up, take into one's hands, to take on board ship)
- ἀπολαμβάνω (to take or receive from, to receive what is one's due, to accept)
- διαλαμβάνω (to take or receive severally, each for himself, each his share)
- ἐκλαμβάνω (to receive from, receive in full, to contract to do)
- ἐπαναλαμβάνω (to take up again, resume, repeat)
- ἐπιλαμβάνω (I take or get besides, I take, receive)
- λαμβάνω (I take, I take hold of, grasp)
- μεταλαμβάνω (to have or get a share of, to partake of, to get possession of)
- παραλαμβάνω (to receive from another, to take upon oneself, undertake)
- περιλαμβάνω (to seize around, embrace, to encompass or surround)
- προκαταλαμβάνω (to seize beforehand, preoccupy, to be preoccupied)
- προλαμβάνω (to take or receive before, to take or seize beforehand, to provide)
- προσαναλαμβάνω (to take in besides, to recal, to recover)
- προσλαμβάνω (to take or receive besides, get over and above, to take to oneself)
- προυπολαμβάνω (to assume beforehand)
- συγκαταλαμβάνω (to seize, take possession of together, to occupy at the same time)
- συλλαμβάνω (I collect, gather; I rally, I take with me)
- συμπαραλαμβάνω (to take along with, take in as an adjunct)
- συμπεριλαμβάνω (to comprehend, with, to take part together in)
- συναπολαμβάνω (to receive in common or at once)
- ὑπολαμβάνω (I take up, I bear up, support)