καταλαμβάνω
Non-contract Verb;
자동번역
Transliteration:
Principal Part:
καταλαμβάνω
καταλήψομαι
κατέλαβον
κατείληφα
κατείλημμαι
κατελήφθην
Structure:
κατα
(Prefix)
+
λαμβάν
(Stem)
+
ω
(Ending)
Sense
- I seize, grasp, hold
- I grasp with the mind: comprehend
- I catch, overtake
- I find, detect
- I occur, befall (often of events, especially negative events: death, disaster, defeat, etc.)
Conjugation
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- "ἂν δέ τι σπουδῆσ ἄξιον ἢ τοὺσ φίλουσ ἢ καὶ τὴν πόλιν ὅλην καταλαμβάνῃ, εἰσ σὲ πάντεσ ἀποβλέψονται· (Lucian, Somnium sive vita Luciani, (no name) 8:4)
- ὅθεν ὁμοῦ γεγονότασ φησὶν ὁμοῦ καὶ λυθήσεσθαι πάλιν, ἄν τισ αὐτοὺσ καταλαμβάνῃ λύσισ· (Plutarch, Platonicae quaestiones, chapter 8, section 4 11:1)
- ὥσπερ οὖν Λακεδαιμόνιοι μάχῃ κρατηθέντεσ ὑπ’ Ἀντιπάτρου καὶ ποιούμενοι διαλύσεισ ἠξίουν ὅ τι βούλεται ζημιῶδεσ, αἰσχρὸν δὲ μηδὲν ἐπιτάττειν αὐτοῖσ, οὕτωσ ὁ φίλοσ, ἄν τισ ἢ δαπάνην ἢ κίνδυνον ἢ πόνον ἔχουσα χρεία καταλαμβάνῃ, πρῶτοσ ἀξιῶν καλεῖσθαι καὶ μετέχειν ἀπροφασίστωσ καὶ προθύμωσ, ὅπου δὲ πρόσεστιν αἰσχύνη, μόνον ἐᾶν καὶ φείδεσθαι παραιτούμενοσ. (Plutarch, Quomodo adulator ab amico internoscatur, chapter, section 23 6:1)
- καὶ γάρ τοι πᾶσι τοῖσ Ἕλλησιν ἐδείξατ’ ἐκ τούτων ὅτι, κἂν ὁτιοῦν τισ εἰσ ὑμᾶσ ἐξαμάρτῃ, τούτων τὴν ὀργὴν εἰσ τἄλλ’ ἔχετε, ἐὰν δ’ ὑπὲρ σωτηρίασ ἢ ἐλευθερίασ κίνδυνόσ τισ αὐτοὺσ καταλαμβάνῃ, οὔτε μνησικακήσετ’ οὔθ’ ὑπολογιεῖσθε. (Demosthenes, Speeches 11-20, 140:1)
- ὅτε γὰρ Ὑπερείδησ ἔγραψε, τῶν περὶ Χαιρώνειαν ἀτυχημάτων τοῖσ Ἕλλησι γενομένων, καὶ τῆσ πόλεωσ ὑπὲρ αὐτῶν τῶν ἐδαφῶν εἰσ κίνδυνον μέγιστον κατακεκλειμένησ, εἶναι τοὺσ ἀτίμουσ ἐπιτίμουσ, ἵν’ ὁμονοοῦντεσ ἅπαντεσ ὑπὲρ τῆσ ἐλευθερίασ προθύμωσ ἀγωνίζωνται, ἐάν τισ κίνδυνοσ τηλικοῦτοσ καταλαμβάνῃ τὴν πόλιν, τούτου τοῦ ψηφίσματοσ γραφὴν παρανόμων ἀπενέγκασ ἠγωνίζετ’ ἐν τῷ δικαστηρίῳ. (Demosthenes, Speeches 21-30, 12:1)
Synonyms
-
I seize
- λαμβάνω (I take, I take hold of, grasp)
- λάζομαι (I seize, grasp)
- συναρπάζω (to seize, grasp)
- κρατέω (I seize, hold)
- συμμάρπτω (to seize or grasp together)
- αἱρέω (to take, grasp, seize)
- διαλαμβάνω (to grasp or lay hold of separately, to seize, arrest)
- δράσσομαι (to lay hold of, having seized)
- συναιρέω (to grasp or seize together, to seize at once)
-
I grasp with the mind
-
I catch
-
I find
-
I occur
Derived
- ἀναλαμβάνω (to take up, take into one's hands, to take on board ship)
- ἀπολαμβάνω (to take or receive from, to receive what is one's due, to accept)
- διαλαμβάνω (to take or receive severally, each for himself, each his share)
- ἐκλαμβάνω (to receive from, receive in full, to contract to do)
- ἐπαναλαμβάνω (to take up again, resume, repeat)
- ἐπιλαμβάνω (I take or get besides, I take, receive)
- λαμβάνω (I take, I take hold of, grasp)
- μεταλαμβάνω (to have or get a share of, to partake of, to get possession of)
- παραλαμβάνω (to receive from another, to take upon oneself, undertake)
- περιλαμβάνω (to seize around, embrace, to encompass or surround)
- προκαταλαμβάνω (to seize beforehand, preoccupy, to be preoccupied)
- προλαμβάνω (to take or receive before, to take or seize beforehand, to provide)
- προσαναλαμβάνω (to take in besides, to recal, to recover)
- προσλαμβάνω (to take or receive besides, get over and above, to take to oneself)
- προυπολαμβάνω (to assume beforehand)
- συγκαταλαμβάνω (to seize, take possession of together, to occupy at the same time)
- συλλαμβάνω (I collect, gather; I rally, I take with me)
- συμπαραλαμβάνω (to take along with, take in as an adjunct)
- συμπεριλαμβάνω (to comprehend, with, to take part together in)
- συναπολαμβάνω (to receive in common or at once)
- ὑπολαμβάνω (I take up, I bear up, support)