καταλαμβάνω
Non-contract Verb;
자동번역
Transliteration:
Principal Part:
καταλαμβάνω
καταλήψομαι
κατέλαβον
κατείληφα
κατείλημμαι
κατελήφθην
Structure:
κατα
(Prefix)
+
λαμβάν
(Stem)
+
ω
(Ending)
Sense
- I seize, grasp, hold
- I grasp with the mind: comprehend
- I catch, overtake
- I find, detect
- I occur, befall (often of events, especially negative events: death, disaster, defeat, etc.)
Conjugation
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- "ὁ δὲ εἰσ τὴν οἰκείαν ἐπανελθὼν καταλαμβάνει τὸ περὶ τοῦ πατρῴου φόνου ἔτι φλεγμαῖνον καὶ πολλοὺσ τοὺσ ἐπανατεινομένουσ τὴν κατηγορίαν. (Lucian, De morte Peregrini, (no name) 9:26)
- κἂν εἰσ Αἰτωλίαν μετέλθῃσ, κἀκεῖ πολλὰ ἡ ὄρχησισ καταλαμβάνει, τὴν Ἀλθαίαν, τὸν Μελέαγρον, τὴν Ἀταλάντην, τὸν δαλόν, καὶ ποταμοῦ καὶ Ἡρακλέουσ πάλην καὶ Σειρήνων γένεσιν καὶ Ἐχινάδων ἀνάδοσιν καὶ μετὰ τὴν μανίαν Ἀλκμαίωνοσ οἴκησιν εἶτα Νέσσον καὶ Δηϊανείρασ ζηλοτυπίαν, ἐφ’ ᾗ τὴν ἐν Οἴτῃ πυράν. (Lucian, De saltatione, (no name) 50:1)
- ὑπὸ δὲ τὴν ἑώ ἀνήγοντο, καὶ καταλαμβάνει αὐτοὺσ ἀνάπωτισ οὕτω τι καρτερή, ὥστε τρεῖσ τῶν νεῶν ἐποκείλασαι ἐν τῷ ξηρῷ ἐσχέθησαν, αἱ δὲ ἄλλαι χαλεπῶσ διεκπλώουσαι τὰσ ῥηχίασ ἐσ τὰ βάθεα ἀπεσώθησαν. (Arrian, Indica, chapter 37 5:1)
- ἐθεράπευσε δὲ καὶ τῶν ἄλλων συχνοὺσ διὰ τῆσ μητρὸσ Κρατησικλείασ ἀφειδῶσ συγχορηγούσησ καὶ συμφιλοτιμουμένησ, ἥ γε καὶ γάμου μὴ δεομένη λέγεται διὰ τὸν υἱὸν ἄνδρα λαβεῖν πρωτεύοντα δόξῃ καὶ δυνάμει τῶν πολιτῶν, ἐξαγαγὼν δὲ τὴν στρατείαν καταλαμβάνει τῆσ Μεγαλοπολίτιδοσ χωρίον Λεῦκτρα· (Plutarch, Cleomenes, chapter 6 1:2)
- πρῶτον μὲν γὰρ ἐν τοῖσ ἀλλοτρίοισ ἐπαίνοισ, ὥσπερ εἴρηται, τὸ φιλότιμον ἐξανθεῖ τὴν περιαυτολογίαν καί τισ αὐτὸ καταλαμβάνει δακνόμενον καὶ γαργαλιζόμενον οἱο͂ν ὑπὸ κνησμοῦ δυσκαρτέρητοσ ἐπιθυμία καὶ ὁρμὴ πρὸσ δόξαν, ἄλλωσ τε κἂν ἐπὶ τοῖσ ἴσοισ ἕτεροσ ἢ τοῖσ ἐλάττοσιν ἐπαινῆται. (Plutarch, De Se Ipsum Citra Invidiam Laudando, section 18 3:1)
Synonyms
-
I seize
- λαμβάνω (I take, I take hold of, grasp)
- λάζομαι (I seize, grasp)
- συναρπάζω (to seize, grasp)
- κρατέω (I seize, hold)
- συμμάρπτω (to seize or grasp together)
- αἱρέω (to take, grasp, seize)
- διαλαμβάνω (to grasp or lay hold of separately, to seize, arrest)
- δράσσομαι (to lay hold of, having seized)
- συναιρέω (to grasp or seize together, to seize at once)
-
I grasp with the mind
-
I catch
-
I find
-
I occur
Derived
- ἀναλαμβάνω (to take up, take into one's hands, to take on board ship)
- ἀπολαμβάνω (to take or receive from, to receive what is one's due, to accept)
- διαλαμβάνω (to take or receive severally, each for himself, each his share)
- ἐκλαμβάνω (to receive from, receive in full, to contract to do)
- ἐπαναλαμβάνω (to take up again, resume, repeat)
- ἐπιλαμβάνω (I take or get besides, I take, receive)
- λαμβάνω (I take, I take hold of, grasp)
- μεταλαμβάνω (to have or get a share of, to partake of, to get possession of)
- παραλαμβάνω (to receive from another, to take upon oneself, undertake)
- περιλαμβάνω (to seize around, embrace, to encompass or surround)
- προκαταλαμβάνω (to seize beforehand, preoccupy, to be preoccupied)
- προλαμβάνω (to take or receive before, to take or seize beforehand, to provide)
- προσαναλαμβάνω (to take in besides, to recal, to recover)
- προσλαμβάνω (to take or receive besides, get over and above, to take to oneself)
- προυπολαμβάνω (to assume beforehand)
- συγκαταλαμβάνω (to seize, take possession of together, to occupy at the same time)
- συλλαμβάνω (I collect, gather; I rally, I take with me)
- συμπαραλαμβάνω (to take along with, take in as an adjunct)
- συμπεριλαμβάνω (to comprehend, with, to take part together in)
- συναπολαμβάνω (to receive in common or at once)
- ὑπολαμβάνω (I take up, I bear up, support)