κάθημαι
Verb;
자동번역
Transliteration:
Principal Part:
κάθημαι
κάθημαι
Structure:
Sense
- to be seated
- to be seated in court
- to sit still, sit quietly, sit idly, do nothing
- to lead a sedentary, obscure life
- (of people) to be settled
- (of things) to be set or placed
Conjugation
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- εἰσ μάτην ὑμῖν ἐστι τὸ ὀρθρίζειν, ἐγείρεσθαι μετὰ τὸ καθῆσθαι, οἱ ἐσθίοντεσ ἄρτον ὀδύνησ, ὅταν δῷ τοῖσ ἀγαπητοῖσ αὐτοῦ ὕπνον. (Septuagint, Liber Psalmorum 126:2)
- "οὐ γὰρ δὴ ἐντρυφᾶν σοι δοτέον τοῖσ νόμοισ οὐδὲ πρὸσ τὰσ σὰσ μεταβολὰσ συνάγεσθαι τὰ δικαστήρια, οὐδὲ ἄρτι μὲν λύεσθαι ἄρτι δὲ κυρίουσ εἶναι τοὺσ νόμουσ καὶ τοὺσ δικαστὰσ καθῆσθαι μάρτυρασ, μᾶλλον δὲ ὑπηρέτασ, τῶν σοὶ δοκούντων, ὁτὲ μὲν κολάζοντασ ὁτὲ δὲ διαλλάττοντασ, ὁπόταν σοι δοκῇ. (Lucian, Abdicatus, (no name) 10:6)
- ἐγὼ γοῦν, εἴ μοι αἱρ́εσισ δοθείη, οὐκ ἂν ἀλλαξαίμην πρὸσ αὐτὰσ τὸν ἐμαυτοῦ βίον, ἀλλ’ ἑλοίμην ἂν ἔτι πενέστεροσ διαβιῶναι ἢπερ καθῆσθαι κλώθων ἄτρακτον τοσούτων πραγμάτων μεστόν, ἐπιτηρῶν ἕκαστα. (Lucian, Juppiter confuatus, (no name) 19:6)
- ἔτι ’ γὰρ τοῦτό μοι τὸ λοιπὸν ἦν, ἐν βαθεῖ τούτῳ τῷ πώγωνι καὶ πολιᾷ τῇ κόμῃ καθῆσθαι μέσον ἐν τοῖσ γυναίοισ καὶ τοῖσ μεμηνόσιν ἐκείνοισ θεαταῖσ, κροτοῦντά τε προσέτι καὶ ἐπαίνουσ ἀπρεπεστάτουσ ἐπιβοῶντα ὀλέθρῳ τινὶ ἀνθρώπῳ ἐσ οὐδὲν δέον κατακλωμένῳ. (Lucian, De saltatione, (no name) 5:4)
- εἰ δὲ δειλὸν καὶ πονηρὸν ἄνδρα τισ τέκοι γυνή, ἢ τριήραρχον πονηρὸν ἢ κυβερνήτην κακόν, ὑστέραν αὐτὴν καθῆσθαι σκάφιον ἀποκεκαρμένην τῆσ τὸν ἀνδρεῖον τεκούσησ. (Aristophanes, Thesmophoriazusae, Parabasis, epirrheme3)
Synonyms
-
to be seated
-
to be seated in court
-
to be settled
-
to be set or placed
- καθίζω (to set or place)
- ἐφίστημι (, I set or place upon)
- τίθημι (I put, place, set)
- ἐνίστημι (to put, set, place in)
- ἐπιπροιάλλω (to set out or place before)
- θράω (to set)
- ἀνάκειμαι (to be set up)
- ἵζω ( I set up)
- ἐπισίζω (to set on)
- ἐπιρρύζω (to set, on)
- καταχωρίζω (to set in a place, place in position, to take up a position)
- ἐπίκειμαι (to be placed in or on)
- προτίθημι (to place or set before, set out, to have set before one)
- διίστημι (to set apart, to place separately, separate)