헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

κάθημαι

동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: κάθημαι κάθημαι

형태분석:

  1. ~에 머무르다, 남다, 살다, 지내다
  2. 해결되다, 정착하다
  1. to be seated
  2. to be seated in court
  3. to sit still, sit quietly, sit idly, do nothing
  4. to lead a sedentary, obscure life
  5. (of people) to be settled
  6. (of things) to be set or placed

활용 정보

완료(Perfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • εἰσ μάτην ὑμῖν ἐστι τὸ ὀρθρίζειν, ἐγείρεσθαι μετὰ τὸ καθῆσθαι, οἱ ἐσθίοντεσ ἄρτον ὀδύνησ, ὅταν δῷ τοῖσ ἀγαπητοῖσ αὐτοῦ ὕπνον. (Septuagint, Liber Psalmorum 126:2)

    (70인역 성경, 시편 126:2)

  • "οὐ γὰρ δὴ ἐντρυφᾶν σοι δοτέον τοῖσ νόμοισ οὐδὲ πρὸσ τὰσ σὰσ μεταβολὰσ συνάγεσθαι τὰ δικαστήρια, οὐδὲ ἄρτι μὲν λύεσθαι ἄρτι δὲ κυρίουσ εἶναι τοὺσ νόμουσ καὶ τοὺσ δικαστὰσ καθῆσθαι μάρτυρασ, μᾶλλον δὲ ὑπηρέτασ, τῶν σοὶ δοκούντων, ὁτὲ μὲν κολάζοντασ ὁτὲ δὲ διαλλάττοντασ, ὁπόταν σοι δοκῇ. (Lucian, Abdicatus, (no name) 10:6)

    (루키아노스, Abdicatus, (no name) 10:6)

  • ἐγὼ γοῦν, εἴ μοι αἱρ́εσισ δοθείη, οὐκ ἂν ἀλλαξαίμην πρὸσ αὐτὰσ τὸν ἐμαυτοῦ βίον, ἀλλ’ ἑλοίμην ἂν ἔτι πενέστεροσ διαβιῶναι ἢπερ καθῆσθαι κλώθων ἄτρακτον τοσούτων πραγμάτων μεστόν, ἐπιτηρῶν ἕκαστα. (Lucian, Juppiter confuatus, (no name) 19:6)

    (루키아노스, Juppiter confuatus, (no name) 19:6)

  • ἔτι ’ γὰρ τοῦτό μοι τὸ λοιπὸν ἦν, ἐν βαθεῖ τούτῳ τῷ πώγωνι καὶ πολιᾷ τῇ κόμῃ καθῆσθαι μέσον ἐν τοῖσ γυναίοισ καὶ τοῖσ μεμηνόσιν ἐκείνοισ θεαταῖσ, κροτοῦντά τε προσέτι καὶ ἐπαίνουσ ἀπρεπεστάτουσ ἐπιβοῶντα ὀλέθρῳ τινὶ ἀνθρώπῳ ἐσ οὐδὲν δέον κατακλωμένῳ. (Lucian, De saltatione, (no name) 5:4)

    (루키아노스, De saltatione, (no name) 5:4)

  • εἰ δὲ δειλὸν καὶ πονηρὸν ἄνδρα τισ τέκοι γυνή, ἢ τριήραρχον πονηρὸν ἢ κυβερνήτην κακόν, ὑστέραν αὐτὴν καθῆσθαι σκάφιον ἀποκεκαρμένην τῆσ τὸν ἀνδρεῖον τεκούσησ. (Aristophanes, Thesmophoriazusae, Parabasis, epirrheme3)

    (아리스토파네스, Thesmophoriazusae, Parabasis, epirrheme3)

유의어

  1. to be seated

  2. to be seated in court

  3. 해결되다

  4. to be set or placed

관련어

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION