κάθημαι
Verb;
자동번역
Transliteration:
Principal Part:
κάθημαι
κάθημαι
Structure:
Sense
- to be seated
- to be seated in court
- to sit still, sit quietly, sit idly, do nothing
- to lead a sedentary, obscure life
- (of people) to be settled
- (of things) to be set or placed
Conjugation
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- καὶ ἐπορεύθησαν οἱ πέντε ἄνδρεσ καὶ ἦλθον εἰσ Λαισά. καὶ εἶδαν τὸν λαὸν τὸν ἐν μέσῳ αὐτῆσ καθήμενον ἐπ̓ ἐλπίδι, ὡσ κρίσισ Σιδωνίων ἡσυχάζουσα, καὶ οὐκ ἔστι διατρέπων ἢ καταισχύνων λόγον ἐν τῇ γῇ, κληρονόμοσ ἐκπιέζων θησαυρούσ, καὶ μακράν εἰσι Σιδωνίων καὶ λόγον οὐκ ἔχουσι πρὸσ ἄνθρωπον. (Septuagint, Liber Iudicum 18:7)
- καί γε οὕτωσ εἶπεν ὁ βασιλεύσ. εὐλογητὸσ Κύριοσ ὁ Θεὸσ Ἰσραήλ, ὃσ ἔδωκε σήμερον ἐκ τοῦ σπέρματόσ μου καθήμενον ἐπὶ τοῦ θρόνου μου, καὶ οἱ ὀφθαλμοί μου βλέπουσι. (Septuagint, Liber I Regum 1:48)
- καὶ ἐπορεύθη κατόπισθεν τοῦ ἀνθρώπου τοῦ Θεοῦ καὶ εὗρεν αὐτὸν καθήμενον ὑπὸ δρῦν καὶ εἶπεν αὐτῷ. εἰ σὺ εἶ ὁ ἄνθρωποσ τοῦ Θεοῦ ὁ ἐληλυθὼσ ἐξ Ἰούδα̣ καὶ εἶπεν αὐτῷ. ἐγώ. (Septuagint, Liber I Regum 13:14)
- καὶ εἶπε Μιχαίασ. οὐχ οὕτωσ, οὐκ ἐγώ, ἄκουε ρῆμα Κυρίου, οὐχ οὕτωσ. εἶδον Θεὸν Ἰσραὴλ καθήμενον ἐπὶ θρόνου αὐτοῦ, καὶ πᾶσα ἡ στρατιὰ τοῦ οὐρανοῦ εἱστήκει περὶ αὐτὸν ἐκ δεξιῶν αὐτοῦ καὶ ἐξ εὐωνύμων. (Septuagint, Liber I Regum 22:19)
- καὶ εἶπεν. οὐχ οὕτωσ. ἀκούσατε λόγον Κυρίου. εἶδον τὸν Κύριον καθήμενον ἐπὶ θρόνου αὐτοῦ, καὶ πᾶσα δύναμισ τοῦ οὐρανοῦ παρειστήκει ἐκ δεξιῶν αὐτοῦ καὶ ἐξ ἀριστερῶν αὐτοῦ. (Septuagint, Liber II Paralipomenon 18:18)
Synonyms
-
to be seated
-
to be seated in court
-
to be settled
-
to be set or placed
- καθίζω (to set or place)
- ἐφίστημι (, I set or place upon)
- τίθημι (I put, place, set)
- ἐνίστημι (to put, set, place in)
- ἐπιπροιάλλω (to set out or place before)
- θράω (to set)
- ἀνάκειμαι (to be set up)
- ἵζω ( I set up)
- ἐπισίζω (to set on)
- ἐπιρρύζω (to set, on)
- καταχωρίζω (to set in a place, place in position, to take up a position)
- ἐπίκειμαι (to be placed in or on)
- προτίθημι (to place or set before, set out, to have set before one)
- διίστημι (to set apart, to place separately, separate)