헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἐπιστρέφω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἐπιστρέφω ἐπιστρέψω

형태분석: ἐπι (접두사) + στρέφ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 원을 그리며 돌다, 회전하다
  2. 방향을 돌리다, 회전하다
  1. to turn about, turn round, wheel about
  2. to turn towards
  3. (intransitive) to turn oneself towards

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐπιστρέφω

(나는) 원을 그리며 돈다

ἐπιστρέφεις

(너는) 원을 그리며 돈다

ἐπιστρέφει

(그는) 원을 그리며 돈다

쌍수 ἐπιστρέφετον

(너희 둘은) 원을 그리며 돈다

ἐπιστρέφετον

(그 둘은) 원을 그리며 돈다

복수 ἐπιστρέφομεν

(우리는) 원을 그리며 돈다

ἐπιστρέφετε

(너희는) 원을 그리며 돈다

ἐπιστρέφουσιν*

(그들은) 원을 그리며 돈다

접속법단수 ἐπιστρέφω

(나는) 원을 그리며 돌자

ἐπιστρέφῃς

(너는) 원을 그리며 돌자

ἐπιστρέφῃ

(그는) 원을 그리며 돌자

쌍수 ἐπιστρέφητον

(너희 둘은) 원을 그리며 돌자

ἐπιστρέφητον

(그 둘은) 원을 그리며 돌자

복수 ἐπιστρέφωμεν

(우리는) 원을 그리며 돌자

ἐπιστρέφητε

(너희는) 원을 그리며 돌자

ἐπιστρέφωσιν*

(그들은) 원을 그리며 돌자

기원법단수 ἐπιστρέφοιμι

(나는) 원을 그리며 돌기를 (바라다)

ἐπιστρέφοις

(너는) 원을 그리며 돌기를 (바라다)

ἐπιστρέφοι

(그는) 원을 그리며 돌기를 (바라다)

쌍수 ἐπιστρέφοιτον

(너희 둘은) 원을 그리며 돌기를 (바라다)

ἐπιστρεφοίτην

(그 둘은) 원을 그리며 돌기를 (바라다)

복수 ἐπιστρέφοιμεν

(우리는) 원을 그리며 돌기를 (바라다)

ἐπιστρέφοιτε

(너희는) 원을 그리며 돌기를 (바라다)

ἐπιστρέφοιεν

(그들은) 원을 그리며 돌기를 (바라다)

명령법단수 ἐπιστρέφε

(너는) 원을 그리며 돌아라

ἐπιστρεφέτω

(그는) 원을 그리며 돌아라

쌍수 ἐπιστρέφετον

(너희 둘은) 원을 그리며 돌아라

ἐπιστρεφέτων

(그 둘은) 원을 그리며 돌아라

복수 ἐπιστρέφετε

(너희는) 원을 그리며 돌아라

ἐπιστρεφόντων, ἐπιστρεφέτωσαν

(그들은) 원을 그리며 돌아라

부정사 ἐπιστρέφειν

원을 그리며 도는 것

분사 남성여성중성
ἐπιστρεφων

ἐπιστρεφοντος

ἐπιστρεφουσα

ἐπιστρεφουσης

ἐπιστρεφον

ἐπιστρεφοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐπιστρέφομαι

(나는) 원을 그리며 돌려진다

ἐπιστρέφει, ἐπιστρέφῃ

(너는) 원을 그리며 돌려진다

ἐπιστρέφεται

(그는) 원을 그리며 돌려진다

쌍수 ἐπιστρέφεσθον

(너희 둘은) 원을 그리며 돌려진다

ἐπιστρέφεσθον

(그 둘은) 원을 그리며 돌려진다

복수 ἐπιστρεφόμεθα

(우리는) 원을 그리며 돌려진다

ἐπιστρέφεσθε

(너희는) 원을 그리며 돌려진다

ἐπιστρέφονται

(그들은) 원을 그리며 돌려진다

접속법단수 ἐπιστρέφωμαι

(나는) 원을 그리며 돌려지자

ἐπιστρέφῃ

(너는) 원을 그리며 돌려지자

ἐπιστρέφηται

(그는) 원을 그리며 돌려지자

쌍수 ἐπιστρέφησθον

(너희 둘은) 원을 그리며 돌려지자

ἐπιστρέφησθον

(그 둘은) 원을 그리며 돌려지자

복수 ἐπιστρεφώμεθα

(우리는) 원을 그리며 돌려지자

ἐπιστρέφησθε

(너희는) 원을 그리며 돌려지자

ἐπιστρέφωνται

(그들은) 원을 그리며 돌려지자

기원법단수 ἐπιστρεφοίμην

(나는) 원을 그리며 돌려지기를 (바라다)

ἐπιστρέφοιο

(너는) 원을 그리며 돌려지기를 (바라다)

ἐπιστρέφοιτο

(그는) 원을 그리며 돌려지기를 (바라다)

쌍수 ἐπιστρέφοισθον

(너희 둘은) 원을 그리며 돌려지기를 (바라다)

ἐπιστρεφοίσθην

(그 둘은) 원을 그리며 돌려지기를 (바라다)

복수 ἐπιστρεφοίμεθα

(우리는) 원을 그리며 돌려지기를 (바라다)

ἐπιστρέφοισθε

(너희는) 원을 그리며 돌려지기를 (바라다)

ἐπιστρέφοιντο

(그들은) 원을 그리며 돌려지기를 (바라다)

명령법단수 ἐπιστρέφου

(너는) 원을 그리며 돌려져라

ἐπιστρεφέσθω

(그는) 원을 그리며 돌려져라

쌍수 ἐπιστρέφεσθον

(너희 둘은) 원을 그리며 돌려져라

ἐπιστρεφέσθων

(그 둘은) 원을 그리며 돌려져라

복수 ἐπιστρέφεσθε

(너희는) 원을 그리며 돌려져라

ἐπιστρεφέσθων, ἐπιστρεφέσθωσαν

(그들은) 원을 그리며 돌려져라

부정사 ἐπιστρέφεσθαι

원을 그리며 돌려지는 것

분사 남성여성중성
ἐπιστρεφομενος

ἐπιστρεφομενου

ἐπιστρεφομενη

ἐπιστρεφομενης

ἐπιστρεφομενον

ἐπιστρεφομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐπέστρεφον

(나는) 원을 그리며 돌고 있었다

ἐπέστρεφες

(너는) 원을 그리며 돌고 있었다

ἐπέστρεφεν*

(그는) 원을 그리며 돌고 있었다

쌍수 ἐπεστρέφετον

(너희 둘은) 원을 그리며 돌고 있었다

ἐπεστρεφέτην

(그 둘은) 원을 그리며 돌고 있었다

복수 ἐπεστρέφομεν

(우리는) 원을 그리며 돌고 있었다

ἐπεστρέφετε

(너희는) 원을 그리며 돌고 있었다

ἐπέστρεφον

(그들은) 원을 그리며 돌고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐπεστρεφόμην

(나는) 원을 그리며 돌려지고 있었다

ἐπεστρέφου

(너는) 원을 그리며 돌려지고 있었다

ἐπεστρέφετο

(그는) 원을 그리며 돌려지고 있었다

쌍수 ἐπεστρέφεσθον

(너희 둘은) 원을 그리며 돌려지고 있었다

ἐπεστρεφέσθην

(그 둘은) 원을 그리며 돌려지고 있었다

복수 ἐπεστρεφόμεθα

(우리는) 원을 그리며 돌려지고 있었다

ἐπεστρέφεσθε

(너희는) 원을 그리며 돌려지고 있었다

ἐπεστρέφοντο

(그들은) 원을 그리며 돌려지고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ νῦν λάλησον δὴ ἐν ὠσὶ τοῦ λαοῦ λέγων. τίσ ὁ φοβούμενοσ καὶ δειλόσ̣ ἐπιστρεφέτω καὶ ἐκχωρείτω ἀπὸ ὄρουσ Γαλαάδ. καὶ ἐπέστρεψεν ἀπὸ τοῦ λαοῦ εἴκοσι καὶ δύο χιλιάδεσ, καὶ δέκα χιλιάδεσ ὑπελείφθησαν. (Septuagint, Liber Iudicum 7:3)

    (70인역 성경, 판관기 7:3)

  • καὶ ἔσται ὁ ἐκπορευόμενοσ, ὃσ ἂν ἐξέλθῃ ἀπὸ τῆσ θύρασ τοῦ οἴκου μου εἰσ συνάντησίν μου ἐν τῷ ἐπιστρέφειν με ἐν εἰρήνῃ ἀπὸ υἱῶν Ἀμμών, καὶ ἔσται τῷ Κυρίῳ ἀνοίσω αὐτὸν ὁλοκαύτωμα. (Septuagint, Liber Iudicum 11:31)

    (70인역 성경, 판관기 11:31)

  • καὶ εἶπαν αὐτῇ. μετὰ σοῦ ἐπιστρέφομεν εἰσ τὸν λαόν σου. (Septuagint, Liber Ruth 1:10)

    (70인역 성경, 룻기 1:10)

  • καὶ εἶπε Σαμουὴλ πρὸσ πάντα οἶκον Ἰσραὴλ λέγων. εἰ ἐν ὅλῃ καρδίᾳ ὑμῶν ὑμεῖσ ἐπιστρέφετε πρὸσ Κύριον, περιέλετε θεοὺσ ἀλλοτρίουσ ἐκ μέσου ὑμῶν καὶ τὰ ἄλση καὶ ἑτοιμάσατε τὰσ καρδίασ ὑμῶν πρὸσ Κύριον καὶ δουλεύσατε αὐτῷ μόνῳ, καὶ ἐξελεῖται ὑμᾶσ ἐκ χειρὸσ ἀλλοφύλων. (Septuagint, Liber I Samuelis 7:3)

    (70인역 성경, 사무엘기 상권 7:3)

  • καὶ εἶπεν ὁ βασιλεὺσ τῷ Δωήκ. ἐπιστρέφου σὺ καὶ ἀπάντα εἰσ τοὺσ ἱερεῖσ. καὶ ἐπεστράφη Δωὴκ ὁ Σύροσ καὶ ἐθανάτωσε τοὺσ ἱερεῖσ τοῦ Κυρίου ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ, τριακοσίουσ καὶ πέντε ἄνδρασ, πάντασ αἴροντασ ἐφούδ. (Septuagint, Liber I Samuelis 22:18)

    (70인역 성경, 사무엘기 상권 22:18)

  • νῦν καλοῦμαι πράξων τι, ἄπειμι νῦν προσέξων τοῖσ μέτροισ ἃ δεῖ τηρεῖν, ὅτι αἰδημόνωσ, ὅτι ἀσφαλῶσ, ὅτι δίχα ὀρέξεωσ καὶ ἐκκλίσεωσ τῆσ πρὸσ τὰ ἐκτόσ, καὶ λοιπὸν προσέχω τοῖσ ἀνθρώποισ, τίνα φασί, πῶσ κινοῦνται, καὶ τοῦτο οὐ κακοήθωσ οὐδ’ ἵνα ἔχω ψέγειν ἢ καταγελῶ, ἀλλ’ ἐπ’ ἐμαυτὸν ἐπιστρέφω, εἰ ταὐτὰ κἀγὼ ἁμαρτάνω. (Epictetus, Works, book 4, 6:1)

    (에픽테토스, Works, book 4, 6:1)

유의어

  1. 원을 그리며 돌다

  2. 방향을 돌리다

  3. to turn oneself towards

관련어

파생어

유사 형태

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION