εἶεν
;
자동번역
로마알파벳 전사:
고전 발음: []
신약 발음: []
기본형:
εἶεν
어원: Particle, only used in attic dialogue,
- τάχα γὰρ ἂν εἰε͂́ν τινεσ αἱ ἐμὲ διαλανθάνουσαι τοιαῦται γραφαί, τὸ δὲ τῆσ ἀπάντων ἱστορίασ ὁρ́ον ἑαυτὸν ποιεῖν καὶ περὶ τοῦ μὴ γεγονέναι τι τῶν δυνατῶν γενέσθαι λέγειν αὔθαδεσ πάνυ καὶ οὐ πόρρω μανίασ. (Dionysius of Halicarnassus, De antiquis oratoribus, chapter 4 1:3)
(디오니시오스, De antiquis oratoribus, chapter 4 1:3)
- ἤκουον γάρ, οἶμαι, τῶν σκοπῶν ἀλλόκοτα ὑπὲρ τῆσ στρατιᾶσ αὐτοῦ ἀγγελλόντων, ὡσ ἡ μὲν φάλαγξ αὐτῷ καὶ οἱ λόχοι γυναῖκεσ εἰε͂ν ἔκφρονεσ καὶ μεμηνυῖαι, κιττῷ ἐστεμμέναι, νεβρίδασ ἐνημμέναι, δοράτια μικρὰ ἔχουσαι ἀσίδηρα, κιττοποίητα καὶ ταῦτα, καί τινα πελτάρια, κοῦφα, βομβοῦντα, εἴ τισ μόνον προσάψαιτο ‐ ἀσπίσι γὰρ εἴκαζον, οἶμαι,τὰ τύμπανα ‐ ‐ ὀλίγουσ δέ τινασ ἀγροίκουσ νεανίσκουσ ἐνεῖναι, γυμνούσ, κόρδακα ὀρχουμένουσ, οὐρὰσ ἔχοντασ, κεράστασ, οἱᾶ τοῖσ ἄρτι γεννηθεῖσιν ἐρίφοισ ὑποφύεται. (Lucian, (no name) 1:2)
(루키아노스, (no name) 1:2)
- ἔπειτα δὲ ὁ νομοθέτησ ὁ πρῶτοσ ἔπεισεν αὐτοὺσ ὡσ ἀδελφοὶ πάντεσ εἰε͂ν ἀλλήλων, ἐπειδὰν ἅπαξ παραβάντεσ θεοὺσ μὲν τοὺσ Ἑλληνικοὺσ ἀπαρνήσωνται, τὸν δὲ ἀνεσκολοπισμένον ἐκεῖνον σοφιστὴν αὐτὸν ^ προσκυνῶσιν καὶ κατὰ τοὺσ ἐκείνου νόμουσ βιῶσιν. (Lucian, De morte Peregrini, (no name) 9:22)
(루키아노스, De morte Peregrini, (no name) 9:22)
- εἱε͂ν, ὠ Κλωθοῖ, τὸ μὲν σκάφοσ τοῦτο ἡμῖν πάλαι εὑτρεπὲσ καὶ πρὸσ ἀναγωγὴν εὖ μάλα παρεσκευασμένον· (Lucian, Cataplus, (no name) 1:1)
(루키아노스, Cataplus, (no name) 1:1)
- ἐν τῇ συγγραφῇ μνήμην ἐποιήσατο ὅτι μαχιμώτατοι εἰε͂ν τῶν κατὰ τὴν Ἀσίαν, καὶ τὰ πολλὰ κακὰ ἡ στρατιὰ τῶν Ἑλλήνων ὅτι ἐν τῇδε τῇ χώρᾳ ἔπαθεν, ἐπειδὴ ἀπεχωρίσθησαν οἱ Ἀρκάδεσ ἀπό τε τῆσ Χειρισόφου καὶ τῆσ Ξενοφῶντοσ μερίδοσ. (Arrian, Periplus Ponti Euxini, chapter 13 9:1)
(아리아노스, Periplus Ponti Euxini, chapter 13 9:1)
유의어
-
잘
- φρέαρ (샘, 우물)
- πηγαῖος (of or from a well)
- εὖ (잘, 푹)
- εὔτροχος (둥근, 윤형, 고리 모양의)
- ἀμφίτορνος (well-rounded)
- εὐτρόχαλος (well-rounded)
- ἄγε (잘, 푹)
- ἀγαθοεργέω (잘하다)
- εὐεργετέω (도움이 되다, 잘되다, 잘하다)
- ἐκπονέω (노력하다, 시도하다, 애쓰다)
- εὔφορος (bearing well)
- εὐφιλής (well-loved)
- εὐφιλής (loving well)
- ἐύ̈τμητος (well-cut)
- εὔκρηνος (well-watered)
- ἔφυδρος (well-watered)
- εὐήκης (well-pointed)
- εὐκομιδής (well cared for)
- εὐμολπέω (to sing well)
- εὐήνεμος (well as to the winds)
- ἐύ̈πλειος (well filled)
- ἀωτέω (to sleep well)
- εὐγραφής (writing well)
- εὔχιλος (feeding well)
- εὐτείχεος (well-walled)
- διασμήχω (to rub well)
- εὔστροφος (well-twisted)
- κρήνηθεν (from a well or spring)
- κρήνηνδε (to a well or spring)
- ἐϋστρεφής (well-twisted)
- εὔστρεπτος (well-twisted)
- εὐκρινής (well-separated)
- πόριμος (well-provided)
- εὔτροχος (well-wheeled)
- εὐνοέω (to be well-inclined)
- εὐήρετμος (well-rowed)
- εὐεργεσία (well-doing)
- κατοικονομέω (to manage well)
- συμφρονέω (to consider well)
- πολύγνωτος (명백한, 뚜렷한)
- ἠμέν (as well .. , as also . .)
- ἐκβάλλω (우물을 파다)
- εὐσκέπαστος (well-protected)
- εὔπηκτος (well-built)
- εὔδμητος (well-built)
- χρηστοήθης (호의적인, 친절한)
- θυμαρέω (to be well-pleased)
- θυμηδής (well-pleasing)
- ἀσμενίζω (to be well-pleased)
- εὔγναμπτος (well-bent)