헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

κατοικονομέω

ε 축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: κατοικονομέω κατοικονομήσω

형태분석: κατ (접두사) + οἰκονομέ (어간) + ω (인칭어미)

  1. to manage well

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατοικονομῶ

κατοικονομεῖς

κατοικονομεῖ

쌍수 κατοικονομεῖτον

κατοικονομεῖτον

복수 κατοικονομοῦμεν

κατοικονομεῖτε

κατοικονομοῦσιν*

접속법단수 κατοικονομῶ

κατοικονομῇς

κατοικονομῇ

쌍수 κατοικονομῆτον

κατοικονομῆτον

복수 κατοικονομῶμεν

κατοικονομῆτε

κατοικονομῶσιν*

기원법단수 κατοικονομοῖμι

κατοικονομοῖς

κατοικονομοῖ

쌍수 κατοικονομοῖτον

κατοικονομοίτην

복수 κατοικονομοῖμεν

κατοικονομοῖτε

κατοικονομοῖεν

명령법단수 κατοικονόμει

κατοικονομείτω

쌍수 κατοικονομεῖτον

κατοικονομείτων

복수 κατοικονομεῖτε

κατοικονομούντων, κατοικονομείτωσαν

부정사 κατοικονομεῖν

분사 남성여성중성
κατοικονομων

κατοικονομουντος

κατοικονομουσα

κατοικονομουσης

κατοικονομουν

κατοικονομουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατοικονομοῦμαι

κατοικονομεῖ, κατοικονομῇ

κατοικονομεῖται

쌍수 κατοικονομεῖσθον

κατοικονομεῖσθον

복수 κατοικονομούμεθα

κατοικονομεῖσθε

κατοικονομοῦνται

접속법단수 κατοικονομῶμαι

κατοικονομῇ

κατοικονομῆται

쌍수 κατοικονομῆσθον

κατοικονομῆσθον

복수 κατοικονομώμεθα

κατοικονομῆσθε

κατοικονομῶνται

기원법단수 κατοικονομοίμην

κατοικονομοῖο

κατοικονομοῖτο

쌍수 κατοικονομοῖσθον

κατοικονομοίσθην

복수 κατοικονομοίμεθα

κατοικονομοῖσθε

κατοικονομοῖντο

명령법단수 κατοικονομοῦ

κατοικονομείσθω

쌍수 κατοικονομεῖσθον

κατοικονομείσθων

복수 κατοικονομεῖσθε

κατοικονομείσθων, κατοικονομείσθωσαν

부정사 κατοικονομεῖσθαι

분사 남성여성중성
κατοικονομουμενος

κατοικονομουμενου

κατοικονομουμενη

κατοικονομουμενης

κατοικονομουμενον

κατοικονομουμενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to manage well

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION