헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

εὐμολπέω

ε 축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: εὐμολπέω

형태분석: εὐμολπέ (어간) + ω (인칭어미)

어원: from eu)/molpos

  1. to sing well

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 εὐμολπῶ

εὐμολπεῖς

εὐμολπεῖ

쌍수 εὐμολπεῖτον

εὐμολπεῖτον

복수 εὐμολποῦμεν

εὐμολπεῖτε

εὐμολποῦσιν*

접속법단수 εὐμολπῶ

εὐμολπῇς

εὐμολπῇ

쌍수 εὐμολπῆτον

εὐμολπῆτον

복수 εὐμολπῶμεν

εὐμολπῆτε

εὐμολπῶσιν*

기원법단수 εὐμολποῖμι

εὐμολποῖς

εὐμολποῖ

쌍수 εὐμολποῖτον

εὐμολποίτην

복수 εὐμολποῖμεν

εὐμολποῖτε

εὐμολποῖεν

명령법단수 εὐμόλπει

εὐμολπείτω

쌍수 εὐμολπεῖτον

εὐμολπείτων

복수 εὐμολπεῖτε

εὐμολπούντων, εὐμολπείτωσαν

부정사 εὐμολπεῖν

분사 남성여성중성
εὐμολπων

εὐμολπουντος

εὐμολπουσα

εὐμολπουσης

εὐμολπουν

εὐμολπουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 εὐμολποῦμαι

εὐμολπεῖ, εὐμολπῇ

εὐμολπεῖται

쌍수 εὐμολπεῖσθον

εὐμολπεῖσθον

복수 εὐμολπούμεθα

εὐμολπεῖσθε

εὐμολποῦνται

접속법단수 εὐμολπῶμαι

εὐμολπῇ

εὐμολπῆται

쌍수 εὐμολπῆσθον

εὐμολπῆσθον

복수 εὐμολπώμεθα

εὐμολπῆσθε

εὐμολπῶνται

기원법단수 εὐμολποίμην

εὐμολποῖο

εὐμολποῖτο

쌍수 εὐμολποῖσθον

εὐμολποίσθην

복수 εὐμολποίμεθα

εὐμολποῖσθε

εὐμολποῖντο

명령법단수 εὐμολποῦ

εὐμολπείσθω

쌍수 εὐμολπεῖσθον

εὐμολπείσθων

복수 εὐμολπεῖσθε

εὐμολπείσθων, εὐμολπείσθωσαν

부정사 εὐμολπεῖσθαι

분사 남성여성중성
εὐμολπουμενος

εὐμολπουμενου

εὐμολπουμενη

εὐμολπουμενης

εὐμολπουμενον

εὐμολπουμενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • εὐμόλπει μετὰ χερσὶν ἔχων λιγύφωνον ἑταίρην, καλὰ καὶ εὖ κατὰ κόσμον ἐπιστάμενοσ ἀγορεύειν. (Anonymous, Homeric Hymns, 49:13)

    (익명 저작, Homeric Hymns, 49:13)

유의어

  1. to sing well

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION