- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἄριστον?

2군 변화 명사; 중성 자동번역 로마알파벳 전사: ariston 고전 발음: [아리] 신약 발음: [아리]

기본형: ἄριστον ἀρίστου

형태분석: ἀριστ (어간) + ον (어미)

어원: α in Epic, α in attic

  1. 아침, 조반, 아침 식사
  2. 점심
  1. morning meal, breakfast (early usage, i.e. Homeric)
  2. lunch (later usage, replaced with ἀκράτισμα as word for breakfast)

곡용 정보

2군 변화
단수 쌍수 복수
주격 ἄριστον

아침이

ἀρίστω

아침들이

ἄριστα

아침들이

속격 ἀρίστου

아침의

ἀρίστοιν

아침들의

ἀρίστων

아침들의

여격 ἀρίστῳ

아침에게

ἀρίστοιν

아침들에게

ἀρίστοις

아침들에게

대격 ἄριστον

아침을

ἀρίστω

아침들을

ἄριστα

아침들을

호격 ἄριστον

아침아

ἀρίστω

아침들아

ἄριστα

아침들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἄλλῳ δέ τινι στρατοπέδων ἅμα καὶ ἔθνους τοῦ μεγίστου τὴν ἀρχὴν ἐμπιστευθέντι ἐκ βασιλέως ἐρομένῳ, πῶς ἄριστα ἄρξει· (Lucian, (no name) 51:1)

    (루키아노스, (no name) 51:1)

  • τοιαῦτα πολὺ μαντικώτεροι ὑμῶν οἱ γεωργοί, καὶ ἄριστα μαντεύσαιντ᾿ ἂν ἡμῖν περὶ αὐτῶν, ὅτι ὕσαντος μὲν τοῦ θεοῦ εὐθαλῆ ἔσται τὰ δράγματα, ἢν δὲ αὐχμὸς ἐπιλάβῃ καὶ διψήσωσιν αἱ ἄρουραι, οὐδεμία μηχανὴ μὴ οὐχὶ λιμὸν ἐπακολουθῆσαι τῷ δίψει αὐτῶν, καὶ ὅτι οὐ μεσοῦντος θέρους χρὴ ἀροῦν, ἢ οὐκ ἄν τι ὄφελος γένοιτο εἰκῆ ἐκχυθέντων τῶν σπερμάτων, οὐδὲ ἀμᾶν ἔτι χλωρὸν τὸν στάχυν, ἢ κενὸν εὑρεθήσεσθαι τὸν καρπόν. (Lucian, 12:1)

    (루키아노스, 12:1)

  • "ὁ βίος ἄριστα δημιουργήματα ἐθεάσατο, τὸν Δία τὸν Ὀλύμπιον καὶ Πρωτέα: (Lucian, De morte Peregrini, (no name) 7:1)

    (루키아노스, De morte Peregrini, (no name) 7:1)

  • καὶ γὰρ τῶν ἰατρῶν ὅ γε νοῦν ἔχων οὐ τοὺς ἄριστα ὑπὲρ τῆς τέχνης εἰπεῖν δυναμένους μεταστέλλεται νοσῶν, ἀλλὰ τοὺς πρᾶξαί τι κατ αὐτὴν μεμελετηκότας. (Lucian, (no name) 1:2)

    (루키아노스, (no name) 1:2)

  • οὔτε γὰρ νέος καλὸς κἀγαθὸς ἄλλον ἂν προτιμήσαι τοῦ πατρὸς οὔτε πατὴρ καταμελήσας τοῦ παιδὸς ἕτερον ἂν στέρξαι νέον, ἀλλὰ τοσοῦτόν γε οἱ πατέρες νικώμενοι προσνέμουσι τοῖς παισίν, ὥστε καὶ κάλλιστοι καὶ μέγιστοι καὶ τοῖς πᾶσιν ἄριστα κεκοσμημένοι οἱ παῖδες αὐτοῖς εἶναι δοκοῦσιν. (Lucian, Patriae Encomium, (no name) 3:2)

    (루키아노스, Patriae Encomium, (no name) 3:2)

관련어

명사

형용사

동사

부사

유사 형태

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION