ἀνακόπτω
Non-contract Verb;
자동번역
Transliteration:
Principal Part:
ἀνακόπτω
Structure:
ἀνα
(Prefix)
+
κόπτ
(Stem)
+
ω
(Ending)
Sense
- to drive back
- to beat back
- to stop: - , to be stopped, stop short, from
Conjugation
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- καὶ ἐν αὐτῇ δὲ τῇ παρατάξει μὴ πρὸσ ἓν μέροσ ὁράτω μηδὲ ἐσ ἕνα ἱππέα ἢ πεζόν, εἰ μὴ Βρασίδασ τισ εἰή προπηδῶν ἢ Δημοσθένησ ἀνακόπτων τὴν ἐπίβασιν· (Lucian, Quomodo historia conscribenda sit, chapter 49 1:2)
- ὁ δ’ ἦν μὲν ἤδη βαρύτεροσ δι’ ἡλικίαν ἢ κατὰ τοιούτουσ ἀγῶνασ, ἀλκῇ δὲ καὶ θυμῷ τούσ προσφερομένουσ ὑφιστάμενοσ καὶ ἀνακόπτων τιτρώσκεται λόγχῃ τὴν χεῖρα, πρὸσ δὲ τὰ ἄλλα βέλη καὶ τὰσ ἐκ χειρὸσ πληγὰσ μόλισ ὁ θώραξ ἤρκεσε διὰ τῆσ ἀσπίδοσ δόρασι πολλοῖσ καὶ λόγχαισ τυπτόμενοσ ὧν κατακλασθέντων κατέπεσεν ὁ Δίων. (Plutarch, Dion, chapter 30 6:2)
- ᾧ χρῷτ’ ἂν ἐμμελῶσ χαρίεισ τοὺσ μὲν λοιδοροῦντασ ἀνακόπτων καὶ διακρουόμενοσ, ἰδίᾳ δ’ αὐτὸσ ἁπτόμενοσ τοῦ φίλου καὶ ὑπομιμνῄσκων ὡσ εἰ διὰ μηδὲν ἄλλο προσεκτέον αὐτῷ, ὅπωσ γε μὴ θρασεῖσ ὦσιν οἱ ἐχθροί. (Plutarch, Quomodo adulator ab amico internoscatur, chapter, section 312)
- ὃ δὲ μάλιστα θαυμάσειεν ἄν τισ, οὐκ ἀποκλείεται τοῦ στόματοσ ὑπὸ τῆσ θαλαττίασ θινὸσ ἐμφραττόμενοσ, ὃ πάσχουσι πολλοὶ καὶ τῶν μεγάλων ποταμῶν, οὐδ’ εἰσ ἕλη καὶ τέλματα πλανώμενοσ ἄλλοτε ἄλλῃ προκαταναλίσκεται πρὶν ἢ τῇ θαλάττῃ συνάψαι τὸ ῥεῖθρον, ἀλλὰ ναυσιπέρατόσ ἐστιν ἀεὶ καὶ δι’ ἑνὸσ ἐκδίδωσι τοῦ γνησίου στόματοσ ἀνακόπτων τὰσ πελαγίουσ ῥαχίασ τῆσ θαλάττησ, καίτοι πολὺσ αὐτόθι γίνεται καὶ χαλεπὸσ ὁ πνέων ἀπὸ τῆσ ἑσπέρασ ἄνεμοσ. (Dionysius of Halicarnassus, Antiquitates Romanae, book 3, chapter 44 4:1)
- ὡσ δὲ αὐτὸν μόλισ ἡμέρασ ὁ Πομπήιοσ καταλαβὼν εἴχετο τῶν ὑστάτων, ὁ μὲν καὶ τότε τῶν φίλων ἐκτάξαι κελευόντων οὐκ ἐμάχετο, ἀλλὰ τοῖσ ἱππεῦσι μόνοισ τοὺσ πλησιάζοντασ ἀνακόπτων ἑσπέρασ ἐν ὕλαισ ηὐλίσατο πυκναῖσ. (Appian, The Foreign Wars, chapter 15 3:4)
Synonyms
-
to drive back
-
to beat back
-
to stop
Derived
- ἀποκόπτω (I cut off, I smite the breast in mourning, I mourn)
- διακόπτω (to cut in two, cut through, to break through)
- ἐγκόπτω (to hinder, thwart)
- ἐκκόπτω (to cut out, knock out, he had)
- ἐπικόπτω (to strike upon, from above), to fell)
- κατακόπτω (to cut down, cut in pieces, cut up)
- κόπτω ( strike; cut; shake)
- παρακόπτω (to strike falsely, counterfeit;, base coin)
- περικόπτω (to cut all round, clip, mutilate)
- προκόπτω (to cut away in front, to forward, to be forwarded)
- προσκόπτω (to strike, against, to stumble or strike against)
- συγκατακόπτω (to cut up together)
- συγκόπτω (to break up, cut up, to thrash soundly)
- συνεκκόπτω (to help to cut away)
- ὑποκόπτω (to cut beneath, to hamstring)