Ancient Greek-English Dictionary Language

συγκόπτω

Non-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: συγκόπτω συγκόψω συγκέκοφα

Structure: συγ (Prefix) + κόπτ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to break up, cut up
  2. to thrash soundly, pound well

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular συγκόπτω συγκόπτεις συγκόπτει
Dual συγκόπτετον συγκόπτετον
Plural συγκόπτομεν συγκόπτετε συγκόπτουσιν*
SubjunctiveSingular συγκόπτω συγκόπτῃς συγκόπτῃ
Dual συγκόπτητον συγκόπτητον
Plural συγκόπτωμεν συγκόπτητε συγκόπτωσιν*
OptativeSingular συγκόπτοιμι συγκόπτοις συγκόπτοι
Dual συγκόπτοιτον συγκοπτοίτην
Plural συγκόπτοιμεν συγκόπτοιτε συγκόπτοιεν
ImperativeSingular συγκόπτε συγκοπτέτω
Dual συγκόπτετον συγκοπτέτων
Plural συγκόπτετε συγκοπτόντων, συγκοπτέτωσαν
Infinitive συγκόπτειν
Participle MasculineFeminineNeuter
συγκοπτων συγκοπτοντος συγκοπτουσα συγκοπτουσης συγκοπτον συγκοπτοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular συγκόπτομαι συγκόπτει, συγκόπτῃ συγκόπτεται
Dual συγκόπτεσθον συγκόπτεσθον
Plural συγκοπτόμεθα συγκόπτεσθε συγκόπτονται
SubjunctiveSingular συγκόπτωμαι συγκόπτῃ συγκόπτηται
Dual συγκόπτησθον συγκόπτησθον
Plural συγκοπτώμεθα συγκόπτησθε συγκόπτωνται
OptativeSingular συγκοπτοίμην συγκόπτοιο συγκόπτοιτο
Dual συγκόπτοισθον συγκοπτοίσθην
Plural συγκοπτοίμεθα συγκόπτοισθε συγκόπτοιντο
ImperativeSingular συγκόπτου συγκοπτέσθω
Dual συγκόπτεσθον συγκοπτέσθων
Plural συγκόπτεσθε συγκοπτέσθων, συγκοπτέσθωσαν
Infinitive συγκόπτεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
συγκοπτομενος συγκοπτομενου συγκοπτομενη συγκοπτομενης συγκοπτομενον συγκοπτομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • ἐν ταῖσ ἡμέραισ ἐκείναισ ἤρξατο κύριοσ συγκόπτειν ἐν τῷ Ισραηλ, καὶ ἐπάταξεν αὐτοὺσ Αζαηλ ἐν παντὶ ὁρίῳ Ισραηλ (Septuagint, Liber II Regum 10:32)
  • τὸ μὲν χωρίον, ἵναπερ τὰ γυμνάσια αὐτοῖσ τελεῖται, οὐχ ὁμαλὸν ἐπιλέγονται μόνον, ἀλλ̓ ἐσ τοσόνδε προσεξεργάζονται, ὥστε σκάπτειν τε τὸ μέσον αὐτοῦ ἐσ βάθοσ αύμμετρον καὶ τὰσ βώλουσ συγκόπτειν ἐσ λεπτότητά τε καὶ μαλθακότητα, ἀποτεμνόμενοι τοῦ παντὸσ πεδίου τὸ πρὸ τοῦ βήματοσ ἐσ πλαισίου ἰσοπλεύρου σχῆμα. (Arrian, chapter 34 1:1)
  • "Τιβέριον ξύλοισ συνέκοπτον οὗτοι, καὶ διὰ μέσησ τῆσ πόλεωσ ἐσύρετο νεκρὸσ ἐκ Καπετωλίου ῥιφησόμενοσ εἰσ τὸν ποταμόν· (Plutarch, Caius Gracchus, chapter 3 3:2)
  • οὓσ δὴ καὶ μάλιστα, διὰ τὸ βάροσ ὑποφεύγειν ἢ ἀναστρέφειν εὐμαρῶσ οὐ δυναμένουσ, κατελάμβανόν τε καὶ συνέκοπτον. (Appian, The Foreign Wars, chapter 6 7:3)
  • καὶ τόνδε μὲν εὐθὺσ οἱ πλησίον συνέκοπτον, ὁ δὲ Μιθριδάτησ ἀπεφέρετο ὀπίσω, καὶ οἱ φίλοι τὴν στρατιὰν ἀπὸ νίκησ λαμπρᾶσ ἀνεκάλουν σὺν ἐπείξει βαρείᾳ. (Appian, The Foreign Wars, chapter 13 3:4)

Synonyms

  1. to break up

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION