συγκόπτω
Non-contract Verb;
자동번역
Transliteration:
Principal Part:
συγκόπτω
συγκόψω
συγκέκοφα
Structure:
συγ
(Prefix)
+
κόπτ
(Stem)
+
ω
(Ending)
Sense
- to break up, cut up
- to thrash soundly, pound well
Conjugation
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- ἐν ταῖσ ἡμέραισ ἐκείναισ ἤρξατο κύριοσ συγκόπτειν ἐν τῷ Ισραηλ, καὶ ἐπάταξεν αὐτοὺσ Αζαηλ ἐν παντὶ ὁρίῳ Ισραηλ (Septuagint, Liber II Regum 10:32)
- τὸ μὲν χωρίον, ἵναπερ τὰ γυμνάσια αὐτοῖσ τελεῖται, οὐχ ὁμαλὸν ἐπιλέγονται μόνον, ἀλλ̓ ἐσ τοσόνδε προσεξεργάζονται, ὥστε σκάπτειν τε τὸ μέσον αὐτοῦ ἐσ βάθοσ αύμμετρον καὶ τὰσ βώλουσ συγκόπτειν ἐσ λεπτότητά τε καὶ μαλθακότητα, ἀποτεμνόμενοι τοῦ παντὸσ πεδίου τὸ πρὸ τοῦ βήματοσ ἐσ πλαισίου ἰσοπλεύρου σχῆμα. (Arrian, chapter 34 1:1)
- "Τιβέριον ξύλοισ συνέκοπτον οὗτοι, καὶ διὰ μέσησ τῆσ πόλεωσ ἐσύρετο νεκρὸσ ἐκ Καπετωλίου ῥιφησόμενοσ εἰσ τὸν ποταμόν· (Plutarch, Caius Gracchus, chapter 3 3:2)
- οὓσ δὴ καὶ μάλιστα, διὰ τὸ βάροσ ὑποφεύγειν ἢ ἀναστρέφειν εὐμαρῶσ οὐ δυναμένουσ, κατελάμβανόν τε καὶ συνέκοπτον. (Appian, The Foreign Wars, chapter 6 7:3)
- καὶ τόνδε μὲν εὐθὺσ οἱ πλησίον συνέκοπτον, ὁ δὲ Μιθριδάτησ ἀπεφέρετο ὀπίσω, καὶ οἱ φίλοι τὴν στρατιὰν ἀπὸ νίκησ λαμπρᾶσ ἀνεκάλουν σὺν ἐπείξει βαρείᾳ. (Appian, The Foreign Wars, chapter 13 3:4)
Derived
- ἀνακόπτω (to drive back, to beat back, to stop: - )
- ἀποκόπτω (I cut off, I smite the breast in mourning, I mourn)
- διακόπτω (to cut in two, cut through, to break through)
- ἐγκόπτω (to hinder, thwart)
- ἐκκόπτω (to cut out, knock out, he had)
- ἐπικόπτω (to strike upon, from above), to fell)
- κατακόπτω (to cut down, cut in pieces, cut up)
- κόπτω ( strike; cut; shake)
- παρακόπτω (to strike falsely, counterfeit;, base coin)
- περικόπτω (to cut all round, clip, mutilate)
- προκόπτω (to cut away in front, to forward, to be forwarded)
- προσκόπτω (to strike, against, to stumble or strike against)
- συγκατακόπτω (to cut up together)
- συνεκκόπτω (to help to cut away)
- ὑποκόπτω (to cut beneath, to hamstring)