θερίζω?
Non-contract Verb;
자동번역
Transliteration: therizō
Principal Part:
θερίζω
Structure:
θερίζ
(Stem)
+
ω
(Ending)
Sense
- to do summer-work, to mow, reap
- to cut off
- to reap a good harvest
- to pass the summer
Conjugation
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- καὶ ὅταν θερίζητε τὸν θερισμὸν τῆς γῆς ὑμῶν, οὐ συντελέσετε τὸ λοιπὸν τοῦ θερισμοῦ τοῦ ἀγροῦ σου ἐν τῷ θερίζειν σε καὶ τὰ ἀποπίπτοντα τοῦ θερισμοῦ σου οὐ συλλέξεις, τῷ πτωχῷ καὶ τῷ προσηλύτῳ ὑπολείψεις αὐτά. ἐγὼ Κύριος ὁ Θεὸς ὑμῶν. (Septuagint, Liber Leviticus 23:22)
- καὶ ἐπορεύθη καὶ ἐλθοῦσα συνέλεξεν ἐν τῷ ἀγρῷ κατόπισθεν τῶν θεριζόντων. καὶ περιέπεσε περιπτώματι τῇ μερίδι τοῦ ἀγροῦ Βοὸζ τοῦ ἐκ τῆς συγγενείας Ἐλιμέλεχ. (Septuagint, Liber Ruth 2:3)
- καὶ εἶπε. συλλέξω δὴ καὶ συνάξω ἐν τοῖς δράγμασιν ὄπισθεν τῶν θεριζόντων. καὶ ἦλθε καὶ ἔστη ἀπὸ πρωΐθεν καὶ ἕως ἑσπέρας, οὐ κατέπαυσεν ἐν τῷ ἀγρῷ μικρόν. (Septuagint, Liber Ruth 2:7)
- καὶ εἶπεν αὐτῇ Βοόζ. ἤδη ὥρα τοῦ φαγεῖν, πρόσελθε ὧδε καὶ φάγεσαι τῶν ἄρτων καὶ βάψεις τὸν ψωμόν σου ἐν τῷ ὄξει. καὶ ἐκάθισε Ροὺθ ἐκ πλαγίων τῶν θεριζόντων, καὶ ἐβούνισεν αὐτῇ Βοὸζ ἄλφιτον, καὶ ἔφαγε καὶ ἐνεπλήσθη καὶ κατέλιπε. (Septuagint, Liber Ruth 2:14)
- καὶ θέσθαι αὐτοὺς ἑαυτῷ ἑκατοντάρχους καὶ χιλιάρχους καὶ θερίζειν θερισμὸν αὐτοῦ καὶ τρυγᾶν τρυγητὸν αὐτοῦ καὶ ποιεῖν σκεύη πολεμικὰ αὐτοῦ καὶ σκεύη ἁρμάτων αὐτοῦ. (Septuagint, Liber I Samuelis 8:12)
- τούτῳ γὰρ ἀρῶ, τούτῳ θερίζω, τούτῳ πατέω τὸν ἁδὺν οἶνον ἀπ: (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 15, book 15, chapter 50 10:1)
- ἀποκριθεὶς δὲ ὁ κύριος αὐτοῦ εἶπεν αὐτῷ Πονηρὲ δοῦλε καὶ ὀκνηρέ, ᾔδεις ὅτι θερίζω ὅπου οὐκ ἔσπειρα καὶ συνάγω ὅθεν οὐ διεσκόρπισα· (, chapter 24 79:1)
Synonyms
-
to do summer-work
- ἐκθερίζω (to reap or mow completely)
- ἐξαμάω (to mow or reap out, to finish mowing or reaping, to cut out)
-
to cut off
- ἐκκόπτω (to cut off)
- ἐντέμνω (to cut up)
- ἀποτμήγω (to cut off from)
- ἀποθερίζω (to cut off)
- ἀποκόπτω ( I cut off)
- ἀποκόπτω (I cut off)
- κατατέμνω (to cut, up)
- ἀπαμάω (to cut off)
- ἐπιτέμνω (to cut off)
- ἀμάω (to cut)
- μιστύλλω (to cut up)
- συγκατακόπτω (to cut up together)
- ἐπικείρω (to cut off, cut down)
- διατέμνω (to cut up, to be cut into)
- διαμάω (to cut through)
- προτέμνω (to cut up beforehand)
- ἐντέμνω (to cut in two)
- δατέομαι (to cut in two)
- συγκόπτω (to break up, cut up)
- κρεοκοπέω (to cut in pieces)
- καταμερίζω (to cut in pieces)
- κατακόπτω (to cut in pieces, "cut up, ")
- ἀνατέμνω (to cut open)
- ἐγκατατέμνω (to cut up among)
- ἐπικείρω (to cut short)
- ἀποκείρω (to cut off, slay)
- συντέμνω (to cut out, shape)
- ἐπικνίζω (to cut on the surface)
- ἀποτέμνω (to cut off, sever, having)
- διαρταμέω (to cut limb from limb)
- ἐγγλύφω (to cut in, carve)