Ancient Greek-English Dictionary Language

παραλυτικός

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: παραλυτικός

Structure: παραλυτικ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: from para/lusis

Sense

  1. paralyzed

Examples

  • καὶ λέγων Κύριε, ὁ παῖσ μου βέβληται ἐν τῇ οἰκίᾳ παραλυτικόσ, δεινῶσ βασανιζόμενοσ. (, chapter 1 283:1)
  • καὶ μὴ δυνάμενοι προσενέγκαι αὐτῷ διὰ τὸν ὄχλον ἀπεστέγασαν τὴν στέγην ὅπου ἦν, καὶ ἐξορύξαντεσ χαλῶσι τὸν κράβαττον ὅπου ὁ παραλυτικὸσ κατέκειτο. (, chapter 1 58:1)

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION