ἀμάω
α-contract Verb;
자동번역
Transliteration:
Principal Part:
ἀμάω
ἀμήσω
ἤμησα
Structure:
ἀμά
(Stem)
+
ω
(Ending)
Etym.: 어근
MA 에
a 호음조 현상 ; 참고. 라틴어
MET-O (베다)
Sense
- to reap corn, reaped, to reap
- to cut
Conjugation
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- ἀφέσεωσ σημασία αὕτη, τὸ ἔτοσ τὸ πεντηκοστὸν ἐνιαυτὸσ ἔσται ὑμῖν. οὐ σπερεῖτε, οὐδὲ ἀμήσετε τὰ αὐτόματα ἀναβαίνοντα αὐτῆσ, καὶ οὐ τρυγήσετε τὰ ἡγιασμένα αὐτῆσ, (Septuagint, Liber Leviticus 25:11)
- καὶ ἔσται ὃν τρόπον ἐάν τισ συναγάγῃ ἀμητὸν ἑστηκότα καὶ σπέρμα σταχύων ἐν τῷ βραχίονι αὐτοῦ ἀμήσῃ, καὶ ἔσται ὃν τρόπον ἐάν τισ συναγάγῃ στάχυν ἐν φάραγγι στερεᾷ (Septuagint, Liber Isaiae 17:5)
- τοιαῦτα πολὺ μαντικώτεροι ὑμῶν οἱ γεωργοί, καὶ ἄριστα μαντεύσαιντ̓ ἂν ἡμῖν περὶ αὐτῶν, ὅτι ὕσαντοσ μὲν τοῦ θεοῦ εὐθαλῆ ἔσται τὰ δράγματα, ἢν δὲ αὐχμὸσ ἐπιλάβῃ καὶ διψήσωσιν αἱ ἄρουραι, οὐδεμία μηχανὴ μὴ οὐχὶ λιμὸν ἐπακολουθῆσαι τῷ δίψει αὐτῶν, καὶ ὅτι οὐ μεσοῦντοσ θέρουσ χρὴ ἀροῦν, ἢ οὐκ ἄν τι ὄφελοσ γένοιτο εἰκῆ ἐκχυθέντων τῶν σπερμάτων, οὐδὲ ἀμᾶν ἔτι χλωρὸν τὸν στάχυν, ἢ κενὸν εὑρεθήσεσθαι τὸν καρπόν. (Lucian, 12:1)
- εἰ δέ κεν ἠελίοιο τροπῇσ ἀρόῳσ χθόνα δῖαν, ἥμενοσ ἀμήσεισ ὀλίγον περὶ χειρὸσ ἐέργων, ἀντία δεσμεύων κεκονιμένοσ, οὐ μάλα χαίρων, οἴσεισ δ’ ἐν φορμῷ· (Hesiod, Works and Days, Book WD 55:1)
- ἑνδεκάτη δὲ δυωδεκάτη τ’, ἄμφω γε μὲν ἐσθλαί, ἠμὲν ὀίσ πείκειν ἠδ’ εὔφρονα καρπὸν ἀμᾶσθαι· (Hesiod, Works and Days, Book WD 94:5)
Synonyms
-
to reap corn
-
to cut
- ἐκκόπτω (to cut off)
- ἐντέμνω (to cut up)
- ἐπιτέμνω (to cut off)
- κατατέμνω (to cut, up)
- μιστύλλω (to cut up)
- θερίζω (to cut off)
- ἀποτμήγω (to cut off from)
- ἀπαμάω (to cut off)
- ἀποκόπτω (I cut off)
- ἀποθερίζω (to cut off)
- ἀποκόπτω ( I cut off)
- συγκατακόπτω (to cut up together)
- ἐπικείρω (to cut off, cut down)
- διατέμνω (to cut up, to be cut into)
- διαμάω (to cut through)
- προτέμνω (to cut up beforehand)
- ἐντέμνω (to cut in two)
- δατέομαι (to cut in two)
- συγκόπτω (to break up, cut up)
- κρεοκοπέω (to cut in pieces)
- καταμερίζω (to cut in pieces)
- κατακόπτω (to cut in pieces, "cut up, ")
- ἀνατέμνω (to cut open)
- ἐγκατατέμνω (to cut up among)
- ἐπικείρω (to cut short)
- ἀποκείρω (to cut off, slay)
- συντέμνω (to cut out, shape)
- ἐπικνίζω (to cut on the surface)
- ἀποτέμνω (to cut off, sever, having)
- διαρταμέω (to cut limb from limb)
- ἐγγλύφω (to cut in, carve)
Derived
- ἀμάω (to gather together, collect, having collected)
- ἀπαμάω (to cut off)
- διαμάω (to cut through, to scrape away, to get)
- ἐξαμάω (to mow or reap out, to finish mowing or reaping, to cut out)
- καταμάω (to scrape over, pile up, heap up)