Ancient Greek-English Dictionary Language

συνθερίζω

Non-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: συνθερίζω

Structure: συν (Prefix) + θερίζ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to reap together

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular συνθερίζω συνθερίζεις συνθερίζει
Dual συνθερίζετον συνθερίζετον
Plural συνθερίζομεν συνθερίζετε συνθερίζουσιν*
SubjunctiveSingular συνθερίζω συνθερίζῃς συνθερίζῃ
Dual συνθερίζητον συνθερίζητον
Plural συνθερίζωμεν συνθερίζητε συνθερίζωσιν*
OptativeSingular συνθερίζοιμι συνθερίζοις συνθερίζοι
Dual συνθερίζοιτον συνθεριζοίτην
Plural συνθερίζοιμεν συνθερίζοιτε συνθερίζοιεν
ImperativeSingular συνθέριζε συνθεριζέτω
Dual συνθερίζετον συνθεριζέτων
Plural συνθερίζετε συνθεριζόντων, συνθεριζέτωσαν
Infinitive συνθερίζειν
Participle MasculineFeminineNeuter
συνθεριζων συνθεριζοντος συνθεριζουσα συνθεριζουσης συνθεριζον συνθεριζοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular συνθερίζομαι συνθερίζει, συνθερίζῃ συνθερίζεται
Dual συνθερίζεσθον συνθερίζεσθον
Plural συνθεριζόμεθα συνθερίζεσθε συνθερίζονται
SubjunctiveSingular συνθερίζωμαι συνθερίζῃ συνθερίζηται
Dual συνθερίζησθον συνθερίζησθον
Plural συνθεριζώμεθα συνθερίζησθε συνθερίζωνται
OptativeSingular συνθεριζοίμην συνθερίζοιο συνθερίζοιτο
Dual συνθερίζοισθον συνθεριζοίσθην
Plural συνθεριζοίμεθα συνθερίζοισθε συνθερίζοιντο
ImperativeSingular συνθερίζου συνθεριζέσθω
Dual συνθερίζεσθον συνθεριζέσθων
Plural συνθερίζεσθε συνθεριζέσθων, συνθεριζέσθωσαν
Infinitive συνθερίζεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
συνθεριζομενος συνθεριζομενου συνθεριζομενη συνθεριζομενης συνθεριζομενον συνθεριζομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • ἀλλ’ ὦ ξένων βέλτιστε συνθέριζε καὶ τοῦτον λαβὼν πρόσβαλλ’ ὅποι βούλει φέρων πρὸσ πάντα συκοφάντην. (Aristophanes, Acharnians, Lyric-Scene, antistrophe 15)

Synonyms

  1. to reap together

Derived

Similar forms

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION