κατατέμνω
Non-contract Verb;
자동번역
Transliteration:
Principal Part:
κατατέμνω
κατατεμῶ
κατέταμον
Structure:
κατα
(Prefix)
+
τέμν
(Stem)
+
ω
(Ending)
Sense
- to cut in pieces, cut up, regularly
- to cut, up
- to cut, into, may I be cut up
- to lay, out, has its, cut
- to cut into, there were, cut
Conjugation
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- καὶ ἐπεκαλοῦντο ἐν φωνῇ μεγάλῃ καὶ κατετέμνοντο κατὰ τὸν ἐθισμὸν αὐτῶν ἐν μαχαίραισ καὶ σειρομάσταισ ἕωσ ἐκχύσεωσ αἵματοσ ἐπ̓ αὐτούσ. (Septuagint, Liber I Regum 18:27)
- καὶ οὐκ ἐβόησαν πρόσ με αἱ καρδίαι αὐτῶν, ἀλλ̓ ἢ ὠλόλυζον ἐν ταῖσ κοίταισ αὐτῶν. ἐπὶ σίτῳ καὶ οἴνῳ κατετέμνοντο. (Septuagint, Prophetia Osee 7:14)
- πολλῶν δ’ ἀνθρώπων σ[υλλ]εγομένων καὶ ἐπακουόντων τοῦ πράγματοσ, διὰ τὸ ἐν τῇ ἀγορᾷ τοὺσ λόγουσ γίγνεσθαι, καὶ κατατεμνόντων αὐτόν, κελευόντων τε [ἀπάγ]ειν ὡσ ἀνδραποδιστή[ν, τοῦτο μ]ὲν οὐκ ᾠόμεθα δεῖν ποιεῖν, πρ[οσεκαλεσά]μεθα δὲ αὐτὸν εἰσ ὑμᾶσ κατὰ [τὸν νό]μον. (Hyperides, Speeches, 12:4)
- ταῦτ’ οὖν ἔλεγεν οὐ τὸν μὲν πατέρα ζῶντα κατορύττειν διδάσκων, ἑαυτὸν δὲ κατατέμνειν, ἀλλ’ ἐπιδεικνύων ὅτι τὸ ἄφρον ἄτιμόν ἐστι παρεκάλει ἐπιμελεῖσθαι τοῦ ὡσ φρονιμώτατον εἶναι καὶ ὠφελιμώτατον, ὅπωσ, ἐάν τε ὑπὸ πατρὸσ ἐάν τε ὑπὸ ἀδελφοῦ ἐάν τε ὑπ’ ἄλλου τινὸσ βούληται τιμᾶσθαι, μὴ τῷ οἰκεῖοσ εἶναι πιστεύων ἀμελῇ, ἀλλὰ πειρᾶται, ὑφ’ ὧν ἂν βούληται τιμᾶσθαι, τούτοισ ὠφέλιμοσ εἶναι. (Xenophon, Memorabilia, , chapter 2 65:1)
- ὃσ μὲν γὰρ φονέασ ὁσίωσ στυγέων κατατέμνει· (Unknown, Greek Anthology, Volume IV, book 11, chapter 2802)
Synonyms
-
to cut in pieces
-
to cut
- ἀποτμήγω (to cut off from)
- θερίζω (to cut off)
- μιστύλλω (to cut up)
- ἐκκόπτω (to cut off)
- ἀποθερίζω (to cut off)
- ἀποκόπτω ( I cut off)
- ἀποκόπτω (I cut off)
- ἀμάω (to cut)
- ἐπιτέμνω (to cut off)
- ἀπαμάω (to cut off)
- ἐντέμνω (to cut up)
- συγκατακόπτω (to cut up together)
- ἐπικείρω (to cut off, cut down)
- διατέμνω (to cut up, to be cut into)
- διαμάω (to cut through)
- προτέμνω (to cut up beforehand)
- ἐντέμνω (to cut in two)
- δατέομαι (to cut in two)
- συγκόπτω (to break up, cut up)
- κρεοκοπέω (to cut in pieces)
- καταμερίζω (to cut in pieces)
- κατακόπτω (to cut in pieces, "cut up, ")
- ἀνατέμνω (to cut open)
- ἐγκατατέμνω (to cut up among)
- ἐπικείρω (to cut short)
- ἀποκείρω (to cut off, slay)
- συντέμνω (to cut out, shape)
- ἐπικνίζω (to cut on the surface)
- ἀποτέμνω (to cut off, sever, having)
- διαρταμέω (to cut limb from limb)
- ἐγγλύφω (to cut in, carve)
-
to cut
-
to cut into
Derived
- ἀμφιτέμνω (to cut off on all sides, intercept)
- ἀνατέμνω (to cut open)
- ἀποπροτέμνω (to cut off from, after he had cut a slice from)
- ἀποτέμνω (to cut off, sever, having)
- διατέμνω (to cut through, cut in twain, dissever)
- ἐγκατατέμνω (to cut up among)
- ἐκτέμνω (to cut out, to cut down trees, fell)
- ἐντέμνω (to cut in, engrave upon, to cut up)
- ἐπιτέμνω (to cut upon the surface, make an incision, gash)
- περιτέμνω (to cut or clip round about, to prune, to make incisions all round)
- προτέμνω (to cut up beforehand, to cut off in front, cut short)
- συντέμνω (to cut in pieces: to cut down, cut short, to curtail)
- τέμνω (I cut, hew, I maim)
- ὑποτέμνω (to cut away under, cut away, to cut underhand or unfairly)