Ancient Greek-English Dictionary Language

ἀντικόπτω

Non-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: ἀντικόπτω

Structure: ἀντικόπτ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to beat back, resist, oppose
  2. if there be any hindrance

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ἀντικόπτω ἀντικόπτεις ἀντικόπτει
Dual ἀντικόπτετον ἀντικόπτετον
Plural ἀντικόπτομεν ἀντικόπτετε ἀντικόπτουσιν*
SubjunctiveSingular ἀντικόπτω ἀντικόπτῃς ἀντικόπτῃ
Dual ἀντικόπτητον ἀντικόπτητον
Plural ἀντικόπτωμεν ἀντικόπτητε ἀντικόπτωσιν*
OptativeSingular ἀντικόπτοιμι ἀντικόπτοις ἀντικόπτοι
Dual ἀντικόπτοιτον ἀντικοπτοίτην
Plural ἀντικόπτοιμεν ἀντικόπτοιτε ἀντικόπτοιεν
ImperativeSingular ἀντίκοπτε ἀντικοπτέτω
Dual ἀντικόπτετον ἀντικοπτέτων
Plural ἀντικόπτετε ἀντικοπτόντων, ἀντικοπτέτωσαν
Infinitive ἀντικόπτειν
Participle MasculineFeminineNeuter
ἀντικοπτων ἀντικοπτοντος ἀντικοπτουσα ἀντικοπτουσης ἀντικοπτον ἀντικοπτοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ἀντικόπτομαι ἀντικόπτει, ἀντικόπτῃ ἀντικόπτεται
Dual ἀντικόπτεσθον ἀντικόπτεσθον
Plural ἀντικοπτόμεθα ἀντικόπτεσθε ἀντικόπτονται
SubjunctiveSingular ἀντικόπτωμαι ἀντικόπτῃ ἀντικόπτηται
Dual ἀντικόπτησθον ἀντικόπτησθον
Plural ἀντικοπτώμεθα ἀντικόπτησθε ἀντικόπτωνται
OptativeSingular ἀντικοπτοίμην ἀντικόπτοιο ἀντικόπτοιτο
Dual ἀντικόπτοισθον ἀντικοπτοίσθην
Plural ἀντικοπτοίμεθα ἀντικόπτοισθε ἀντικόπτοιντο
ImperativeSingular ἀντικόπτου ἀντικοπτέσθω
Dual ἀντικόπτεσθον ἀντικοπτέσθων
Plural ἀντικόπτεσθε ἀντικοπτέσθων, ἀντικοπτέσθωσαν
Infinitive ἀντικόπτεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
ἀντικοπτομενος ἀντικοπτομενου ἀντικοπτομενη ἀντικοπτομενης ἀντικοπτομενον ἀντικοπτομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • Σέλευκοσ ὁ μαθηματικὸσ κινῶν καὶ οὗτοσ τὴν γῆν ἀντικόπτειν αὐτῆσ τῇ δίνῃ φησὶ καὶ τῇ κινήσει τὴν περιστροφὴν τῆσ σελήνησ· (Pseudo-Plutarch, Placita Philosophorum, book 3, 6:1)
  • καὶ πλείουσ γενόμενοι τὰσ πύλασ ἔκοπτον, οὐ περιβεβλημένασ ἔτι τῷ σιδήρῳ τὰ ἐντόσ, ἀντικοπτόντων αὐτοῖσ ἅμα ἔξωθεν ἑτέρων ἐσ τὸ αὐτὸ καὶ συνεργούντων. (Appian, The Civil Wars, book 4, chapter 10 5:4)
  • ὅθεν καὶ τάχη ἀνυπέρβλητα ἔχει, πάντα πόρον σύμμετρον ἔχοντα πρὸσ τῷ <τῷ> ἀπείρῳ αὐτῶν μηθὲν ἀντικόπτειν ἢ ὀλίγα ἀντικόπτειν, πολλαῖσ δὲ καὶ ἀπείροισ εὐθὺσ ἀντικόπτειν τι. (Diogenes Laertius, Lives of Eminent Philosophers, I, EPIKOUROS 47:5)

Synonyms

  1. to beat back

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION