ἀγρέω
ε-contract Verb;
자동번역
Transliteration:
Principal Part:
ἀγρέω
Structure:
ἀγρέ
(Stem)
+
ω
(Ending)
Etym.: poet. form of a)greu/w
Sense
- to capture, seize
- come, come on
Conjugation
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- ἐποίησε δὲ Κύριοσ καθάπερ εἶπε Μωυσῆσ καὶ ἐτελεύτησαν οἱ βάτραχοι ἐκ τῶν οἰκιῶν καὶ ἐκ τῶν ἐπαύλεων καὶ ἐκ τῶν ἀγρῶν. (Septuagint, Liber Exodus 8:9)
- παρελευσόμεθα διὰ τῆσ γῆσ σου, οὐ διελευσόμεθα δι’ ἀγρῶν, οὐδὲ δι’ ἀμπελώνων, οὐδὲ πιόμεθα ὕδωρ ἐκ λάκκου σου, ὁδῷ βασιλικῇ πορευσόμεθα, οὐκ ἐκκλινοῦμεν δεξιὰ οὐδὲ εὐώνυμα, ἕωσ ἂν παρέλθωμεν τὰ ὅριά σου. (Septuagint, Liber Numeri 20:17)
- ἀνεβίβασεν αὐτοὺσ ἐπὶ τὴν ἰσχὺν τῆσ γῆσ, ἐψώμισεν αὐτοὺσ γενήματα ἀγρῶν. ἐθήλασαν μέλι ἐκ πέτρασ καὶ ἔλαιον ἐκ στερεᾶσ πέτρασ, (Septuagint, Liber Deuteronomii 32:13)
- καὶ ἐγένετο μετὰ τὸ τέλοσ τῶν ἑπτὰ ἐτῶν καὶ ἐπέστρεψεν ἡ γυνὴ ἐκ γῆσ ἀλλοφύλων εἰσ τὴν πόλιν καὶ ἦλθε βοῆσαι πρὸσ τὸν βασιλέα περὶ τοῦ οἴκου ἑαυτῆσ καὶ περὶ τῶν ἀγρῶν αὐτῆσ. (Septuagint, Liber II Regum 8:3)
- καὶ ἐγένετο αὐτοῦ ἐξηγουμένου τῷ βασιλεῖ, ὡσ ἐζωπύρησεν υἱὸν τεθνηκότα, καὶ ἰδοὺ ἡ γυνή, ἧσ ἐζωπύρησε τὸν υἱὸν αὐτῆσ Ἑλισαιέ, βοῶσα πρὸσ τὸν βασιλέα περὶ τοῦ οἴκου ἑαυτῆσ καὶ περὶ τῶν ἀγρῶν ἑαυτῆσ. καὶ εἶπε Γιεζί. κύριε βασιλεῦ, αὕτη ἡ γυνὴ καὶ οὖτοσ ὁ υἱὸσ αὐτῆσ, ὃν ἐζωπύρησεν Ἑλισαιέ. (Septuagint, Liber II Regum 8:5)
Synonyms
-
to capture
-
come
- ἐξικνέομαι (to come to)
- ἱκνέομαι (to come)
- εἰσαφικάνω (to come to)
- παραβάλλω (to come n)
- ἐκπίπτω (to come out)
- ἵκω (to come to)
- προσέρχομαι (to come or go to)
- ἑρπύζω (to go, come)
- ἕρπω ( I go or come)
- ἔρχομαι (I come, go)
- ἐξέρχομαι (to go out, come out )
- σύνειμι (to come in)
- ἔξειμι (to go out, come out)
- συνεξέρχομαι (to go or come out with)
- ἐκπεράω (to go or come out of)
- βλώσκω (come, go)
- βάσκω ( come, go)
- ἀφικνέομαι (to come)
- ἀμείβω (comes on)
- συνεκπεράω (to come out together)
- συμπορεύομαι (to come together)
- προσέρπω (to come to or upon)
- προσβαίνω (to come upon)
- ἱκνέομαι (to come upon)
- ἵκω (come upon, upon)
- ἔπειμι (to come upon)
- περιέρχομαι (to come round)
- περινίσσομαι (to come round)
- περίειμι (to come round to)
- περιβαίνω (to come round)
- συγκαταβαίνω (to go or come down with)
- κατίσχω (to come down)
- ἀφικνέομαι (to come into)
- ἐπεισέρχομαι (to come in besides)
- προσνίσσομαι (to come against)
- πάρειμι (to have come from)
- προεισέρχομαι (to come or go in before)
- ἐξάνειμι (to come back from)
- καθήκω (is come, [the time], comes)
- πρόσειμι (to come on, be at hand)
- παρίστημι (I come, I am at hand)
- ἐπεισέρχομαι (to come in after)
- ἐξορίζω (to come forth from)
- ἔξειμι (to come forth)
- ἐξανέρχομαι (to come forth from)
- συνανύτω (to come to an end with)
- ἀνύω (to come to an end)
- περαίνω (to come to an end, end)
- τελευτάω (to come to an end)
- προσχρίμπτω (to come near)
- πελάζω (come near)
- ἐπιπίλναμαι (to come near)
- προπορεύομαι (to come forward)
- πρόσειμι (to come forward)
- ἐπέρχομαι (to come on, return)
- προσστείχω (to go or come towards)
- ὑπαντάω (to come or go to meet)
- ἐπιχορεύω (to come dancing on)
- ἀναδύνω (to come up, rise)
- συγγίγνομαι (to come to assist)
- προσνίσσομαι (to come or go to, to approach)
- ἐπιδημέω (to come home)
- προσαμύνω (to come to aid)