Ancient Greek-English Dictionary Language

ἄφορος

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: ἄφορος ἄφορᾱ ἄφορον

Structure: ἀ (Prefix) + φορ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: fe/rw

Sense

  1. not bearing, barren
  2. causing barrenness, blighting

Examples

  • "τῆσ δὲ Γεδρωσίασ καὶ Τρωγλοδύτιδοσ, ἣ καθήκει πρὸσ τὸν ὠκεανόν ἀφόρου διὰ ξηρότητα καὶ ἀδένδρου παντάπασιν οὔσησ, ἐν τῇ παρακειμένῃ καὶ περικεχυμένῃ θαλάττῃ θαυμαστὰ μεγέθη φυτῶν τρέφεται καὶ κατὰ βυθοῦ τέθηλεν· (Plutarch, De faciae quae in orbe lunae apparet, section 2522)
  • γενομένησ δὲ ὕστερον τῆσ γῆσ δι’ αὐτὸν ἀφόρου, χρήσαντοσ αὐτῷ τοῦ θεοῦ πρὸσ Ἀχελῷον ἀπιέναι καὶ παρ’ ἐκεῖνον παλινδικίαν λαμβάνειν, τὸ μὲν πρῶτον πρὸσ Οἰνέα παραγίνεται εἰσ Καλυδῶνα καὶ ξενίζεται παρ’ αὐτῷ, ἔπειτα ἀφικόμενοσ εἰσ Θεσπρωτοὺσ τῆσ χώρασ ἀπελαύνεται. (Apollodorus, Library and Epitome, book 3, chapter 7 5:5)
  • ὥστ’ εὐετηρίαν ἐκ τούτου συμβαίνειν ἀφόρου μηδέποτε τῆσ γῆσ οὔσησ· (Strabo, Geography, book 15, chapter 1 40:6)

Synonyms

  1. not bearing

Related

Derived

  • φορός (bringing on one's way, forwarding, favourable)

Similar forms

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION