- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

παραπέμπω?

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: parapempō 고전 발음: [빠라뻼뽀:] 신약 발음: [빠라뺌뽀]

기본형: παραπέμπω παραπέμψω

형태분석: παρα (접두사) + πέμπ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 호위하다, 인도하다, 우회시키다, 실시하다
  2. 보내다, 방출하다, 휘두르다
  3. 나르다, 떠돌다, 옮기다
  4. 쫓아내다, 해산시키다, 무시하다
  1. to send past, convey past or through
  2. to send by or along the coast
  3. to escort, convoy, convoying
  4. to convoy
  5. to send, to the flank
  6. to pass on to, to waft
  7. to send away, dismiss

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παραπέμπω

παραπέμπεις

παραπέμπει

쌍수 παραπέμπετον

παραπέμπετον

복수 παραπέμπομεν

παραπέμπετε

παραπέμπουσι(ν)

접속법단수 παραπέμπω

παραπέμπῃς

παραπέμπῃ

쌍수 παραπέμπητον

παραπέμπητον

복수 παραπέμπωμεν

παραπέμπητε

παραπέμπωσι(ν)

기원법단수 παραπέμποιμι

παραπέμποις

παραπέμποι

쌍수 παραπέμποιτον

παραπεμποίτην

복수 παραπέμποιμεν

παραπέμποιτε

παραπέμποιεν

명령법단수 παραπέμπε

παραπεμπέτω

쌍수 παραπέμπετον

παραπεμπέτων

복수 παραπέμπετε

παραπεμπόντων, παραπεμπέτωσαν

부정사 παραπέμπειν

분사 남성여성중성
παραπεμπων

παραπεμποντος

παραπεμπουσα

παραπεμπουσης

παραπεμπον

παραπεμποντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παραπέμπομαι

παραπέμπει, παραπέμπῃ

παραπέμπεται

쌍수 παραπέμπεσθον

παραπέμπεσθον

복수 παραπεμπόμεθα

παραπέμπεσθε

παραπέμπονται

접속법단수 παραπέμπωμαι

παραπέμπῃ

παραπέμπηται

쌍수 παραπέμπησθον

παραπέμπησθον

복수 παραπεμπώμεθα

παραπέμπησθε

παραπέμπωνται

기원법단수 παραπεμποίμην

παραπέμποιο

παραπέμποιτο

쌍수 παραπέμποισθον

παραπεμποίσθην

복수 παραπεμποίμεθα

παραπέμποισθε

παραπέμποιντο

명령법단수 παραπέμπου

παραπεμπέσθω

쌍수 παραπέμπεσθον

παραπεμπέσθων

복수 παραπέμπεσθε

παραπεμπέσθων, παραπεμπέσθωσαν

부정사 παραπέμπεσθαι

분사 남성여성중성
παραπεμπομενος

παραπεμπομενου

παραπεμπομενη

παραπεμπομενης

παραπεμπομενον

παραπεμπομενου

미래 시제

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • παρεπέμπετο δὲ ὅμως ὑπὸ πολλῶν καὶ ἐνεφορεῖτο τῆς δόξης ἀποβλέπων ἐς τὸ πλῆθος τῶν θαυμαζόντων, οὐκ εἰδὼς ὁ ἄθλιος ὅτι καὶ τοῖς ἐπὶ τὸν σταυρὸν ἀπαγομένοις ἢ ὑπὸ τοῦ δημίου ἐχομένοις πολλῷ πλείους ἕπονται. (Lucian, De morte Peregrini, (no name) 14:3)

    (루키아노스, De morte Peregrini, (no name) 14:3)

  • ἀλλ᾿ εἰ μὲν ἐγὼ ἔνδον εἰήν, ἅμα ἐμοὶ διατρίβει, καὶ προϊόντα ποι παραπέμπει, καὶ ἐπὶ γυμνάσιον ἰόντι ἐφομαρτεῖ, καὶ γυμναζομένῳ παρακάθηται, καὶ ἐπανιόντος πρόεισιν, θαμινὰ ἐπιστρεφομένη, ὡς καταμανθάνειν μή πη ἄρα ἐξετράπην τῆς ὁδοῦ: (Arrian, Cynegeticus, chapter 5 3:1)

    (아리아노스, Cynegeticus, chapter 5 3:1)

  • οὐκέτι μέντοι μέμνημαι ὅ τι τὸ σπειρόμενον ἐκεῖνο ἦν, πλὴν τοῦτο μόνον ὅτι κάτωθεν ἀφορῶντες ἄνθρωποι ἐπῄνουν καὶ μετ εὐφημίας καθ οὓς γενοίμην τῇ πτήσει παρέπεμπον. (Lucian, Somnium sive vita Luciani, (no name) 11:3)

    (루키아노스, Somnium sive vita Luciani, (no name) 11:3)

  • μείνας δὲ κἀκείνην τὴν ἡμέραν, τῇ ἐπιούσῃ ἀνηγόμην τῶν ἡρώων παραπεμπόντων. (Lucian, Verae Historiae, book 2 29:1)

    (루키아노스, Verae Historiae, book 2 29:1)

  • οἱ μὲν οὖν ἄλλοι πάντες φιλικῶς ἐδέχοντο καὶ παρέπεμπον, ὡς ἕκαστος δυνάμεως εἶχεν οἱ δὲ καλούμενοι Τράλλεις, οἷς καὶ Ξέρξης ἔδωκεν, ὡς λέγεται, δῶρα, τῆς διόδου μισθὸν ᾔτουν τὸν Ἀγησίλαον ἑκατὸν ἀργυρίου τάλαντα καὶ τοσαύτας γυναῖκας. (Plutarch, Agesilaus, chapter 16 1:2)

    (플루타르코스, Agesilaus, chapter 16 1:2)

유의어

  1. to send past

  2. to send by or along the coast

  3. 호위하다

  4. 보내다

  5. 나르다

  6. 쫓아내다

관련어

명사

형용사

동사

부사

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION