Ancient Greek-English Dictionary Language

στερρός

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: στερρός στερρή στερρόν

Structure: στερρ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: = stereo/s

Sense

  1. stiff, firm, solid, strong, stiff
  2. hard, rugged, uneasy
  3. stubborn, obdurate, hard, stiffly, obstinately

Examples

  • ἀλλ’ οὕνεκά γε ψυχῆσ στερρᾶσ δυσκολοκοίτου τε μερίμνησ καὶ φειδωλοῦ καὶ τρυσιβίου γαστρὸσ καὶ θυμβρεπιδείπνου, ἀμέλει θαρρῶν οὕνεκα τούτων ἐπιχαλκεύειν παρέχοιμ’ ἄν. (Aristophanes, Clouds, Choral, anapests 1:18)
  • "κἀκεῖ τινεσ εἶναι λέγονται στερρᾶσ καὶ γυμνήτιδοσ σοφίασ ἐθάδεσ ἄνδρεσ ἱεροὶ καὶ αὐτόνομοι, θεῷ σχολάζοντεσ, εὐτελέστεροι Διογένουσ, οὐδὲν πήρασ δεόμενοι· (Plutarch, De Alexandri magni fortuna aut virtute, chapter 1, section 10 11:3)
  • "κἀκεῖ τινεσ εἶναι λέγονται στερρᾶσ καὶ γυμνήτιδοσ σοφίασ ἐθάδεσ ἄνδρεσ ἱεροὶ καὶ αὐτόνομοι, θεῷ σχολάζοντεσ, εὐτελέστεροι Διογένουσ, οὐδὲν πήρασ δεόμενοι· (Plutarch, De Alexandri magni fortuna aut virtute, chapter 1, section 10 4:3)
  • μὲν ἐνδελεχῶσ διαίτῃ καὶ βρωμάτων πολλῶν καὶ ἀφροδισίων ἀποχαῖσ κολουούσησ τὸ ἀκόλαστον καὶ φιλήδονον, ἀθρύπτουσ δὲ καὶ στερρὰσ ἐν ἱεροῖσ λατρείασ ἐθιζούσησ; (Plutarch, De Iside et Osiride, section 2 4:1)

Synonyms

  1. stiff

  2. hard

  3. stubborn

Similar forms

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION