Ancient Greek-English Dictionary Language

μινυρίζω

Non-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: μινυρίζω

Structure: μινυρίζ (Stem) + ω (Ending)

Etym.: mostly in pres. and imperf.

Sense

  1. to complain in a low tone, to whimper, whine, to sing in a low soft tone, to warble, hum

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular μινυρίζω μινυρίζεις μινυρίζει
Dual μινυρίζετον μινυρίζετον
Plural μινυρίζομεν μινυρίζετε μινυρίζουσιν*
SubjunctiveSingular μινυρίζω μινυρίζῃς μινυρίζῃ
Dual μινυρίζητον μινυρίζητον
Plural μινυρίζωμεν μινυρίζητε μινυρίζωσιν*
OptativeSingular μινυρίζοιμι μινυρίζοις μινυρίζοι
Dual μινυρίζοιτον μινυριζοίτην
Plural μινυρίζοιμεν μινυρίζοιτε μινυρίζοιεν
ImperativeSingular μινύριζε μινυριζέτω
Dual μινυρίζετον μινυριζέτων
Plural μινυρίζετε μινυριζόντων, μινυριζέτωσαν
Infinitive μινυρίζειν
Participle MasculineFeminineNeuter
μινυριζων μινυριζοντος μινυριζουσα μινυριζουσης μινυριζον μινυριζοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular μινυρίζομαι μινυρίζει, μινυρίζῃ μινυρίζεται
Dual μινυρίζεσθον μινυρίζεσθον
Plural μινυριζόμεθα μινυρίζεσθε μινυρίζονται
SubjunctiveSingular μινυρίζωμαι μινυρίζῃ μινυρίζηται
Dual μινυρίζησθον μινυρίζησθον
Plural μινυριζώμεθα μινυρίζησθε μινυρίζωνται
OptativeSingular μινυριζοίμην μινυρίζοιο μινυρίζοιτο
Dual μινυρίζοισθον μινυριζοίσθην
Plural μινυριζοίμεθα μινυρίζοισθε μινυρίζοιντο
ImperativeSingular μινυρίζου μινυριζέσθω
Dual μινυρίζεσθον μινυριζέσθων
Plural μινυρίζεσθε μινυριζέσθων, μινυριζέσθωσαν
Infinitive μινυρίζεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
μινυριζομενος μινυριζομενου μινυριζομενη μινυριζομενης μινυριζομενον μινυριζομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • ἆρα οὖν ἄξιὸν ἔστι, ταῦτα συγχωροῦντασ ἐπὶ τούτων, ἀπιστεῖν εἰ Ζαλεύκῳ καὶ Μίνῳ καὶ Ζωροάστρῃ καὶ Νομᾷ καὶ Λυκούργῳ βασιλείασ κυβερνῶσι καὶ πολιτείασ διακοσμοῦσιν εἰσ τὸ αὐτὸ ἐφοίτα τὸ δαιμόνιον, ἢ τούτοισ μὲν εἰκὸσ ἔστι καὶ σπουδάζοντασ θεοὺσ ὁμιλεῖν ἐπὶ διδασκαλίᾳ καὶ παραινέσει τῶν βελτίστων, ποιηταῖσ δὲ καὶ λυρικοῖσ μινυρίζουσιν, εἴπερ ρ ἄρα, χρῆσθαι παίζοντασ; (Plutarch, Numa, chapter 4 7:1)
  • μηκέτι νῦν μινύριζε παρὰ δρυΐ, μηκέτι φώνει κλωνὸσ ἐπ’ ἀκροτάτου, κόσσυφε, κεκλιμένοσ· (Unknown, Greek Anthology, Volume III, book 9, chapter 871)
  • ἔπειτα οἶμαι κατακλινέντεσ ἐν τοῖσ λειμῶσιν ᾅδουσι καὶ μινυρίζουσιν. (Dio, Chrysostom, Orationes, 26:5)
  • μή τί μοι ἀλλοπρόσαλλε παρεζόμενοσ μινύριζε. (Homer, Iliad, Book 5 91:2)

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION