Ancient Greek-English Dictionary Language

βουκολικός

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: βουκολικός βουκολική βουκολικόν

Structure: βουκολικ (Stem) + ος (Ending)

Sense

  1. rustic, pastoral
  2. (substantive, neuter plural) pastoral poetry

Examples

  • Βουκολικαὶ Μοῖσαι μάλα χαίρετε, φαίνετε δ’ ᾠδάσ, τάσ ποκ’ ἐγὼ τήνοισι παρὼν ἀείσα νομεῦσι, μηκέτ’ ἐπὶ γλώσσασ ἄκρασ ὀλοφυγγόνα φύσω. (Theocritus, Idylls, 14)
  • Δάφνισ ὁ λευκόχρωσ, ὁ καλᾷ σύριγγι μελίσδων βουκολικοὺσ ὕμνουσ, ἄνθετο Πανὶ τάδε, τοὺσ τρητοὺσ δόνακασ, τὸ λαγωβόλον, ὀξὺν ἄκοντα, νεβρίδα, τὰν πήραν, ᾇ ποκ’ ἐμαλοφόρει. (Theocritus, Idylls1)
  • Δάφνισ ὁ λευκόχρωσ, ὁ καλᾷ σύριγγι μελίσδων βουκολικοὺσ ὕμνουσ, ἄνθετο Πανὶ τάδε· (Unknown, Greek Anthology, book 6, chapter 1771)
  • βίοσ δ’ αὐτοῖσ ἦν βουκολικὸσ καὶ δίαιτα αὐτουργὸσ ἐν ὄρεσι τὰ πολλὰ πηξαμένοισ διὰ ξύλων καὶ καλάμων σκηνὰσ αὐτορόφουσ· (Dionysius of Halicarnassus, Antiquitates Romanae, book 1, chapter 79 16:1)
  • φύσει δὲ διαφόρῳ πρὸσ εὐμέλειαν κεχορηγημένον ἐξευρεῖν τὸ βουκολικὸν ποίημα καὶ μέλοσ, ὃ μέχρι τοῦ νῦν κατὰ τὴν Σικελίαν τυγχάνει διαμένον ἐν ἀποδοχῇ. (Diodorus Siculus, Bibliotheca Historica, book 4, chapter 84 3:3)

Synonyms

  1. rustic

Related

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION