Ancient Greek-English Dictionary Language

βριθύς

; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: βριθύς

Etym.: Cf. briaro/s.

Sense

  1. weighty, heavy

Examples

  • τοιοῦτοσ ὁ τῆσ Ἀρετῆσ χορὸσ πρόσεισιν ἐπὶ τὴν σύγκρισιν, βριθὺσ ὁπλιτοπάλασ δάιοσ ἀντιπάλοισ. (Plutarch, De fortuna Romanorum, section 3 2:2)
  • τοιοῦτοσ ὁ τῆσ Ἀρετῆσ χορὸσ πρόσεισιν ἐπὶ τὴν σύγκρισιν, βριθὺσ ὁπλιτοπάλασ δάιοσ ἀντιπάλοισ. (Plutarch, De fortuna Romanorum, section 3 6:1)
  • ἀλλ’ Ἀλέξανδροσ εἰδὼσ τίνων δεῖ θεατὴν εἶναι καὶ ἀκροατὴν καὶ τίνων ἀγωνιστὴν καὶ αὐτουργόν, ἤσκει μὲν ἀεὶ διὰ τῶν ὅπλων δεινὸσ εἶναι καὶ κατὰ τὸν Αἰσχύλον βριθὺσ ὁπλιτοπάλασ, δάιοσ ἀντιπάλοισ. (Plutarch, De Alexandri magni fortuna aut virtute, chapter 2, section 21)
  • ἀλλ’ Ἀλέξανδροσ εἰδὼσ τίνων δεῖ θεατὴν εἶναι καὶ ἀκροατὴν καὶ τίνων ἀγωνιστὴν καὶ αὐτουργόν, ἤσκει μὲν ἀεὶ διὰ τῶν ὅπλων δεινὸσ εἶναι καὶ κατὰ τὸν Αἰσχύλον βριθὺσ ὁπλιτοπάλασ, δάιοσ ἀντιπάλοισ. (Plutarch, De Alexandri magni fortuna aut virtute, chapter 2, section 21)
  • "διὸ καὶ παρ’ Αἰσχύλῳ τισ τῶν πολεμικῶν ὀνομάζεται βριθύσ, ὁπλιτοπάλασ καὶ Σοφοκλῆσ εἴρηκέ που περὶ τῶν Τρώων ὡσ φίλιπποι καὶ κερουλκοί, σὺν σάκει δὲ κωδωνοκρότῳ παλαισταί· (Plutarch, Quaestiones Convivales, book 2, 10:3)

Synonyms

  1. weighty

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION