Ancient Greek-English Dictionary Language

στερρός

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: στερρός στερρή στερρόν

Structure: στερρ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: = stereo/s

Sense

  1. stiff, firm, solid, strong, stiff
  2. hard, rugged, uneasy
  3. stubborn, obdurate, hard, stiffly, obstinately

Examples

  • μηδέ σε θελγέτωσαν αἱ ἀνεμῶναι τῶν λόγων, ἀλλὰ κατὰ τὸν τῶν ἀθλητῶν νόμον ἡ στερρά σοι τροφὴ συνήθησ ἔστω, μάλιστα δὲ Χάρισι καὶ Σαφηνείᾳ θῦε, ὧν πάμπολυ λίαν νῦν ἀπελέλειψο. (Lucian, Lexiphanes, (no name) 23:3)
  • στερρὰ γὰρ ἀνάγκη. (Euripides, Hecuba, episode, anapests2)
  • περιέχεσθαι, δεινὸν ἡγούμενοσ, εἰ τῶν φυσικῶν σωμάτων οὐ μίαν ἅπαντα τὰ στερρὰ καὶ μίαν τὰ μανὰ χώραν ἐφέξει. (Plutarch, De defectu oraculorum, section 27 5:1)
  • ταῦτά τε δὴ στερρὰ τοῦ ἀνδρὸσ καὶ ἔτι πρὸσ τούτοισ, ἃ μέλλω λέγειν· (Dionysius of Halicarnassus, Antiquitates Romanae, book 3, chapter 21 13:1)

Synonyms

  1. stiff

  2. hard

  3. stubborn

Similar forms

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION