헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

στέργω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: στέργω

형태분석: στέργ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 사랑하다, 존경하다
  2. 만족하다, 동의하다, 복종하다, 묵인하다, 허락하다
  3. 복종하다, 따르다, 허용하다, 받아들이다, 내성이 있다, 견디다
  4. 애원하다, 탄원하다
  1. to love
  2. to be fond of, shew liking for, to accept gladly
  3. to be content or satisfied, acquiesce, oblige me, do me the favour
  4. to be content with, acquiesce in, submit to, bear with, bear with
  5. to entreat

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 στέργω

(나는) 사랑한다

στέργεις

(너는) 사랑한다

στέργει

(그는) 사랑한다

쌍수 στέργετον

(너희 둘은) 사랑한다

στέργετον

(그 둘은) 사랑한다

복수 στέργομεν

(우리는) 사랑한다

στέργετε

(너희는) 사랑한다

στέργουσιν*

(그들은) 사랑한다

접속법단수 στέργω

(나는) 사랑하자

στέργῃς

(너는) 사랑하자

στέργῃ

(그는) 사랑하자

쌍수 στέργητον

(너희 둘은) 사랑하자

στέργητον

(그 둘은) 사랑하자

복수 στέργωμεν

(우리는) 사랑하자

στέργητε

(너희는) 사랑하자

στέργωσιν*

(그들은) 사랑하자

기원법단수 στέργοιμι

(나는) 사랑하기를 (바라다)

στέργοις

(너는) 사랑하기를 (바라다)

στέργοι

(그는) 사랑하기를 (바라다)

쌍수 στέργοιτον

(너희 둘은) 사랑하기를 (바라다)

στεργοίτην

(그 둘은) 사랑하기를 (바라다)

복수 στέργοιμεν

(우리는) 사랑하기를 (바라다)

στέργοιτε

(너희는) 사랑하기를 (바라다)

στέργοιεν

(그들은) 사랑하기를 (바라다)

명령법단수 στέργε

(너는) 사랑해라

στεργέτω

(그는) 사랑해라

쌍수 στέργετον

(너희 둘은) 사랑해라

στεργέτων

(그 둘은) 사랑해라

복수 στέργετε

(너희는) 사랑해라

στεργόντων, στεργέτωσαν

(그들은) 사랑해라

부정사 στέργειν

사랑하는 것

분사 남성여성중성
στεργων

στεργοντος

στεργουσα

στεργουσης

στεργον

στεργοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 στέργομαι

(나는) 사랑받는다

στέργει, στέργῃ

(너는) 사랑받는다

στέργεται

(그는) 사랑받는다

쌍수 στέργεσθον

(너희 둘은) 사랑받는다

στέργεσθον

(그 둘은) 사랑받는다

복수 στεργόμεθα

(우리는) 사랑받는다

στέργεσθε

(너희는) 사랑받는다

στέργονται

(그들은) 사랑받는다

접속법단수 στέργωμαι

(나는) 사랑받자

στέργῃ

(너는) 사랑받자

στέργηται

(그는) 사랑받자

쌍수 στέργησθον

(너희 둘은) 사랑받자

στέργησθον

(그 둘은) 사랑받자

복수 στεργώμεθα

(우리는) 사랑받자

στέργησθε

(너희는) 사랑받자

στέργωνται

(그들은) 사랑받자

기원법단수 στεργοίμην

(나는) 사랑받기를 (바라다)

στέργοιο

(너는) 사랑받기를 (바라다)

στέργοιτο

(그는) 사랑받기를 (바라다)

쌍수 στέργοισθον

(너희 둘은) 사랑받기를 (바라다)

στεργοίσθην

(그 둘은) 사랑받기를 (바라다)

복수 στεργοίμεθα

(우리는) 사랑받기를 (바라다)

στέργοισθε

(너희는) 사랑받기를 (바라다)

στέργοιντο

(그들은) 사랑받기를 (바라다)

명령법단수 στέργου

(너는) 사랑받아라

στεργέσθω

(그는) 사랑받아라

쌍수 στέργεσθον

(너희 둘은) 사랑받아라

στεργέσθων

(그 둘은) 사랑받아라

복수 στέργεσθε

(너희는) 사랑받아라

στεργέσθων, στεργέσθωσαν

(그들은) 사랑받아라

부정사 στέργεσθαι

사랑받는 것

분사 남성여성중성
στεργομενος

στεργομενου

στεργομενη

στεργομενης

στεργομενον

στεργομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 έ̓στεργον

(나는) 사랑하고 있었다

έ̓στεργες

(너는) 사랑하고 있었다

έ̓στεργεν*

(그는) 사랑하고 있었다

쌍수 ἐστέργετον

(너희 둘은) 사랑하고 있었다

ἐστεργέτην

(그 둘은) 사랑하고 있었다

복수 ἐστέργομεν

(우리는) 사랑하고 있었다

ἐστέργετε

(너희는) 사랑하고 있었다

έ̓στεργον

(그들은) 사랑하고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐστεργόμην

(나는) 사랑받고 있었다

ἐστέργου

(너는) 사랑받고 있었다

ἐστέργετο

(그는) 사랑받고 있었다

쌍수 ἐστέργεσθον

(너희 둘은) 사랑받고 있었다

ἐστεργέσθην

(그 둘은) 사랑받고 있었다

복수 ἐστεργόμεθα

(우리는) 사랑받고 있었다

ἐστέργεσθε

(너희는) 사랑받고 있었다

ἐστέργοντο

(그들은) 사랑받고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • οἷσ γὰρ ἐξῆν μηδὲ τὴν ἀρχὴν ἐμμένειν,^ εἰ τούτουσ τισ αὐθαίρετοσ εἵλετο, στέργειν ἐστὶ δίκαιοσ τοῖσ ἐγνωσμένοισ. (Lucian, Abdicatus, (no name) 11:3)

    (루키아노스, Abdicatus, (no name) 11:3)

  • πάνυ ἀγανακτοῦσιν, ὦ πάτερ, καὶ σχετλιάζουσιν καὶ εἰσ τὸ φανερὸν μὲν οὐ τολμῶσι λέγειν, ὑποτονθορύζουσι δὲ συγκεκυφότεσ αἰτιώμενοι τὸν χρόνον οὓσ ἔδει πάλαι τὰ καθ’ αὑτοὺσ εἰδότασ στέργειν ἕκαστον τοῖσ δεδικασμένοισ. (Lucian, Bis accusatus sive tribunalia, (no name) 4:3)

    (루키아노스, Bis accusatus sive tribunalia, (no name) 4:3)

  • ἐν γὰρ δὴ τούτῳ πείθει τοὺσ Ἀθηναίουσ τῶν μὲν ἀλλοτρίων μὴ ἐπιθυμεῖν, ἐπὶ δὲ τοῖσ παροῦσι στέργειν, καὶ τῶν μὲν μικρῶν πόλεων ὡσπερανεὶ κτημάτων φείδεσθαι, τοὺσ δὲ συμμάχουσ τε καὶ εὐεργεσίαισ πειρᾶσθαι κατέχειν, ἀλλὰ μὴ ταῖσ ἀνάγκαισ μηδὲ ταῖσ βίαισ. (Dionysius of Halicarnassus, De Isocrate, chapter 72)

    (디오니시오스, De Isocrate, chapter 72)

  • οἳ μὲν γὰρ προσδοκίαν ἐμποιοῦσιν, ὡσ τὰσ κτήσεισ τὰσ ἐν ταῖσ πόλεσι κομιούμεθα καὶ τὴν δύναμιν ἀναληψόμεθα πάλιν, ἣν πρότερον ἐτυγχάνομεν ἔχοντεσ, οἳ δ’ οὐδὲν τοιοῦτον ὑποτείνουσιν, ἀλλ’ ὡσ ἡσυχίαν ἔχειν δεῖ καὶ μὴ μεγάλων ἐπιθυμεῖν παρὰ τὸ δίκαιον, ἀλλὰ στέργειν τοῖσ παροῦσιν, ὃ χαλεπώτατον πάντων τοῖσ πλείστοισ τῶν ἀνθρώπων ἐστίν. (Dionysius of Halicarnassus, De Isocrate, chapter 16 1:6)

    (디오니시오스, De Isocrate, chapter 16 1:6)

  • καὶ ταῦτα εἰ μὲν δι’ ἀσθένειαν ἐπάσχομεν, στέργειν ἂν ἦν ἀνάγκη τὴν τύχην, ἐπειδὴ δὲ διὰ στάσιν καὶ τὴν πρὸσ ἀλλήλουσ φιλονεικίαν, πῶσ οὐκ ἄξιον τῶν μὲν παύσασθαι, τὰ δὲ κωλῦσαι, εἰδότασ ὅτι φιλονεικεῖν μέν ἐστιν εὖ πραττόντων, γνῶναι δὲ τὰ βέλτιστ’ ἀγωνιώντων; (Dionysius of Halicarnassus, chapter 30 1:4)

    (디오니시오스, chapter 30 1:4)

  • κἄγωγ’ ὦ Δῆμ’, εἰ μή σε φιλῶ καὶ μὴ στέργω, κατατμηθεὶσ ἑψοίμην ἐν περικομματίοισ· (Aristotle, Agon, Epirrheme3)

    (아리스토텔레스, Agon, Epirrheme3)

  • "εἶ καὶ μακάριοσ, εἰ χαλεπαίνεισ διὰ γέροντα πονηρὸν εὐνοῦχον, ἐγὼ δὲ χιλίουσ ἐκκυβευθεῖσα δαρεικοὺσ σιωπῶ καὶ στέργω. (Plutarch, Artaxerxes, chapter 17 5:2)

    (플루타르코스, Artaxerxes, chapter 17 5:2)

  • λόγοισ δ’ ἐγὼ φιλοῦσαν οὐ στέργω φίλην. (Sophocles, Antigone, episode, anapests 1:6)

    (소포클레스, Antigone, episode, anapests 1:6)

  • στέργω γάρ, ἀνδρὸσ φιτυποίμενοσ δίκην, τὸ τῶν δικαίων τῶνδ’ ἀπένθητον γένοσ. (Aeschylus, Eumenides, episode18)

    (아이스킬로스, 에우메니데스, episode18)

  • στέργω δ’ ὄμματα Πειθοῦσ, ὅτι μοι γλῶσσαν καὶ στόμ’ ἐπωπᾷ πρὸσ τάσδ’ ἀγρίωσ ἀπανηναμένασ· (Aeschylus, Eumenides, choral, anapests2)

    (아이스킬로스, 에우메니데스, choral, anapests2)

유의어

  1. 사랑하다

  2. 만족하다

  3. 복종하다

  4. 애원하다

파생어

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION