헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

μακαρίζω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: μακαρίζω

형태분석: μακαρίζ (어간) + ω (인칭어미)

어원: ma/kar

  1. 축복하다, 기리다, 칭찬하다, 가호를 빌다
  1. to bless, to deem or pronounce happy, while we bless

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 μακαρίζω

(나는) 축복한다

μακαρίζεις

(너는) 축복한다

μακαρίζει

(그는) 축복한다

쌍수 μακαρίζετον

(너희 둘은) 축복한다

μακαρίζετον

(그 둘은) 축복한다

복수 μακαρίζομεν

(우리는) 축복한다

μακαρίζετε

(너희는) 축복한다

μακαρίζουσιν*

(그들은) 축복한다

접속법단수 μακαρίζω

(나는) 축복하자

μακαρίζῃς

(너는) 축복하자

μακαρίζῃ

(그는) 축복하자

쌍수 μακαρίζητον

(너희 둘은) 축복하자

μακαρίζητον

(그 둘은) 축복하자

복수 μακαρίζωμεν

(우리는) 축복하자

μακαρίζητε

(너희는) 축복하자

μακαρίζωσιν*

(그들은) 축복하자

기원법단수 μακαρίζοιμι

(나는) 축복하기를 (바라다)

μακαρίζοις

(너는) 축복하기를 (바라다)

μακαρίζοι

(그는) 축복하기를 (바라다)

쌍수 μακαρίζοιτον

(너희 둘은) 축복하기를 (바라다)

μακαριζοίτην

(그 둘은) 축복하기를 (바라다)

복수 μακαρίζοιμεν

(우리는) 축복하기를 (바라다)

μακαρίζοιτε

(너희는) 축복하기를 (바라다)

μακαρίζοιεν

(그들은) 축복하기를 (바라다)

명령법단수 μακάριζε

(너는) 축복해라

μακαριζέτω

(그는) 축복해라

쌍수 μακαρίζετον

(너희 둘은) 축복해라

μακαριζέτων

(그 둘은) 축복해라

복수 μακαρίζετε

(너희는) 축복해라

μακαριζόντων, μακαριζέτωσαν

(그들은) 축복해라

부정사 μακαρίζειν

축복하는 것

분사 남성여성중성
μακαριζων

μακαριζοντος

μακαριζουσα

μακαριζουσης

μακαριζον

μακαριζοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 μακαρίζομαι

(나는) 축복된다

μακαρίζει, μακαρίζῃ

(너는) 축복된다

μακαρίζεται

(그는) 축복된다

쌍수 μακαρίζεσθον

(너희 둘은) 축복된다

μακαρίζεσθον

(그 둘은) 축복된다

복수 μακαριζόμεθα

(우리는) 축복된다

μακαρίζεσθε

(너희는) 축복된다

μακαρίζονται

(그들은) 축복된다

접속법단수 μακαρίζωμαι

(나는) 축복되자

μακαρίζῃ

(너는) 축복되자

μακαρίζηται

(그는) 축복되자

쌍수 μακαρίζησθον

(너희 둘은) 축복되자

μακαρίζησθον

(그 둘은) 축복되자

복수 μακαριζώμεθα

(우리는) 축복되자

μακαρίζησθε

(너희는) 축복되자

μακαρίζωνται

(그들은) 축복되자

기원법단수 μακαριζοίμην

(나는) 축복되기를 (바라다)

μακαρίζοιο

(너는) 축복되기를 (바라다)

μακαρίζοιτο

(그는) 축복되기를 (바라다)

쌍수 μακαρίζοισθον

(너희 둘은) 축복되기를 (바라다)

μακαριζοίσθην

(그 둘은) 축복되기를 (바라다)

복수 μακαριζοίμεθα

(우리는) 축복되기를 (바라다)

μακαρίζοισθε

(너희는) 축복되기를 (바라다)

μακαρίζοιντο

(그들은) 축복되기를 (바라다)

명령법단수 μακαρίζου

(너는) 축복되어라

μακαριζέσθω

(그는) 축복되어라

쌍수 μακαρίζεσθον

(너희 둘은) 축복되어라

μακαριζέσθων

(그 둘은) 축복되어라

복수 μακαρίζεσθε

(너희는) 축복되어라

μακαριζέσθων, μακαριζέσθωσαν

(그들은) 축복되어라

부정사 μακαρίζεσθαι

축복되는 것

분사 남성여성중성
μακαριζομενος

μακαριζομενου

μακαριζομενη

μακαριζομενης

μακαριζομενον

μακαριζομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐμακάριζον

(나는) 축복하고 있었다

ἐμακάριζες

(너는) 축복하고 있었다

ἐμακάριζεν*

(그는) 축복하고 있었다

쌍수 ἐμακαρίζετον

(너희 둘은) 축복하고 있었다

ἐμακαριζέτην

(그 둘은) 축복하고 있었다

복수 ἐμακαρίζομεν

(우리는) 축복하고 있었다

ἐμακαρίζετε

(너희는) 축복하고 있었다

ἐμακάριζον

(그들은) 축복하고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐμακαριζόμην

(나는) 축복되고 있었다

ἐμακαρίζου

(너는) 축복되고 있었다

ἐμακαρίζετο

(그는) 축복되고 있었다

쌍수 ἐμακαρίζεσθον

(너희 둘은) 축복되고 있었다

ἐμακαριζέσθην

(그 둘은) 축복되고 있었다

복수 ἐμακαριζόμεθα

(우리는) 축복되고 있었다

ἐμακαρίζεσθε

(너희는) 축복되고 있었다

ἐμακαρίζοντο

(그들은) 축복되고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • δείξω αὐτῷ, καὶ οὐχὶ νῦν. μακαρίζω, καὶ οὐκ ἐγγίζει. ἀνατελεῖ ἄστρον ἐξ Ἰακώβ, ἀναστήσεται ἄνθρωποσ ἐξ Ἰσραὴλ καὶ θραύσει τοὺσ ἀρχηγοὺσ Μωὰβ καὶ προνομεύσει πάντασ υἱοὺσ Σήθ. (Septuagint, Liber Numeri 24:17)

    (70인역 성경, 민수기 24:17)

  • εἰσ κίβδηλον ἐλογίσθημεν αὐτῷ, καὶ ἀπέχεται τῶν ὁδῶν ἡμῶν ὡσ ἀπὸ ἀκαθαρσιῶν. μακαρίζει ἔσχατα δικαίων καὶ ἀλαζονεύεται πατέρα Θεόν. (Septuagint, Liber Sapientiae 2:16)

    (70인역 성경, 지혜서 2:16)

  • πρὸ τελευτῆσ μὴ μακάριζε μηδένα, καὶ ἐν τέκνοισ αὐτοῦ γνωσθήσεται ἀνήρ. (Septuagint, Liber Sirach 11:26)

    (70인역 성경, Liber Sirach 11:26)

  • καὶ νῦν ἡμεῖσ μακαρίζομεν ἀλλοτρίουσ, καὶ ἀνοικοδομοῦνται πάντεσ ποιοῦντεσ ἄνομα καὶ ἀντέστησαν τῷ Θεῷ καὶ ἐσώθησαν. (Septuagint, Prophetia Malachiae 3:15)

    (70인역 성경, 말라키서 3:15)

  • ἐγὼ γὰρ πάλαι ὁρῶσά σε νέον ὄντα καὶ καλὸν ὁποῖον οὐκ οἶδα εἴ τινα ἕτερον ἡ Φρυγία τρέφει, μακαρίζω μὲν τοῦ κάλλουσ, αἰτιῶμαι δὲ τὸ μὴ ἀπολιπόντα τοὺσ σκοπέλουσ καὶ ταυτασὶ τὰσ πέτρασ κατ’ ἄστυ ζῆν, ἀλλὰ διαφθείρειν τὸ κάλλοσ ἐν ἐρημίᾳ. (Lucian, Dearum judicium, (no name) 13:3)

    (루키아노스, Dearum judicium, (no name) 13:3)

  • τὸ δὲ κατ’ ἦμαρ ὅτῳ βίοτοσ εὐδαίμων, μακαρίζω. (Euripides, choral, epode6)

    (에우리피데스, choral, epode6)

  • τουτὶ γάρ τοι σεμνόν, τούτων ὧν εἴρηκασ μακαρίζω· (Aristophanes, Wasps, Agon, epirrheme 1:8)

    (아리스토파네스, Wasps, Agon, epirrheme 1:8)

  • "μακαρίζω σε, ὦ οὗτοσ, ὅτι καθαρὸσ πάσησ παιδείασ ἐπὶ φιλοσοφίαν ὡρ́μησαι," ὅθεν αὐτὸν καὶ ὁ Τίμων φησὶν γραμμοδιδασκαλίδην, ὁ ἀναγωγότατον ζωόντων. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 13, book 13, chapter 53 1:3)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 13, book 13, chapter 53 1:3)

유의어

  1. 축복하다

    • ὀλβίζω (to make happy, to deem or pronounce happy, to be or be deemed happy)

관련어

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION