- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

λιτανεύω?

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: litaneuō 고전 발음: [리따네워:] 신약 발음: [리따네워]

기본형: λιτανεύω

형태분석: λιτανεύ (어간) + ω (인칭어미)

어원: λίτομαι

  1. 간절히 바라다, 기도하다, 애원하다, 탄원하다
  1. to pray, entreat, by which

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 λιτανεύω

(나는) 간절히 바란다

λιτανεύεις

(너는) 간절히 바란다

λιτανεύει

(그는) 간절히 바란다

쌍수 λιτανεύετον

(너희 둘은) 간절히 바란다

λιτανεύετον

(그 둘은) 간절히 바란다

복수 λιτανεύομεν

(우리는) 간절히 바란다

λιτανεύετε

(너희는) 간절히 바란다

λιτανεύουσι(ν)

(그들은) 간절히 바란다

접속법단수 λιτανεύω

(나는) 간절히 바라자

λιτανεύῃς

(너는) 간절히 바라자

λιτανεύῃ

(그는) 간절히 바라자

쌍수 λιτανεύητον

(너희 둘은) 간절히 바라자

λιτανεύητον

(그 둘은) 간절히 바라자

복수 λιτανεύωμεν

(우리는) 간절히 바라자

λιτανεύητε

(너희는) 간절히 바라자

λιτανεύωσι(ν)

(그들은) 간절히 바라자

기원법단수 λιτανεύοιμι

(나는) 간절히 바라기를 (바라다)

λιτανεύοις

(너는) 간절히 바라기를 (바라다)

λιτανεύοι

(그는) 간절히 바라기를 (바라다)

쌍수 λιτανεύοιτον

(너희 둘은) 간절히 바라기를 (바라다)

λιτανευοίτην

(그 둘은) 간절히 바라기를 (바라다)

복수 λιτανεύοιμεν

(우리는) 간절히 바라기를 (바라다)

λιτανεύοιτε

(너희는) 간절히 바라기를 (바라다)

λιτανεύοιεν

(그들은) 간절히 바라기를 (바라다)

명령법단수 λιτάνευε

(너는) 간절히 바라라

λιτανευέτω

(그는) 간절히 바라라

쌍수 λιτανεύετον

(너희 둘은) 간절히 바라라

λιτανευέτων

(그 둘은) 간절히 바라라

복수 λιτανεύετε

(너희는) 간절히 바라라

λιτανευόντων, λιτανευέτωσαν

(그들은) 간절히 바라라

부정사 λιτανεύειν

간절히 바라는 것

분사 남성여성중성
λιτανευων

λιτανευοντος

λιτανευουσα

λιτανευουσης

λιτανευον

λιτανευοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 λιτανεύομαι

(나는) 간절히 바라여진다

λιτανεύει, λιτανεύῃ

(너는) 간절히 바라여진다

λιτανεύεται

(그는) 간절히 바라여진다

쌍수 λιτανεύεσθον

(너희 둘은) 간절히 바라여진다

λιτανεύεσθον

(그 둘은) 간절히 바라여진다

복수 λιτανευόμεθα

(우리는) 간절히 바라여진다

λιτανεύεσθε

(너희는) 간절히 바라여진다

λιτανεύονται

(그들은) 간절히 바라여진다

접속법단수 λιτανεύωμαι

(나는) 간절히 바라여지자

λιτανεύῃ

(너는) 간절히 바라여지자

λιτανεύηται

(그는) 간절히 바라여지자

쌍수 λιτανεύησθον

(너희 둘은) 간절히 바라여지자

λιτανεύησθον

(그 둘은) 간절히 바라여지자

복수 λιτανευώμεθα

(우리는) 간절히 바라여지자

λιτανεύησθε

(너희는) 간절히 바라여지자

λιτανεύωνται

(그들은) 간절히 바라여지자

기원법단수 λιτανευοίμην

(나는) 간절히 바라여지기를 (바라다)

λιτανεύοιο

(너는) 간절히 바라여지기를 (바라다)

λιτανεύοιτο

(그는) 간절히 바라여지기를 (바라다)

쌍수 λιτανεύοισθον

(너희 둘은) 간절히 바라여지기를 (바라다)

λιτανευοίσθην

(그 둘은) 간절히 바라여지기를 (바라다)

복수 λιτανευοίμεθα

(우리는) 간절히 바라여지기를 (바라다)

λιτανεύοισθε

(너희는) 간절히 바라여지기를 (바라다)

λιτανεύοιντο

(그들은) 간절히 바라여지기를 (바라다)

명령법단수 λιτανεύου

(너는) 간절히 바라여져라

λιτανευέσθω

(그는) 간절히 바라여져라

쌍수 λιτανεύεσθον

(너희 둘은) 간절히 바라여져라

λιτανευέσθων

(그 둘은) 간절히 바라여져라

복수 λιτανεύεσθε

(너희는) 간절히 바라여져라

λιτανευέσθων, λιτανευέσθωσαν

(그들은) 간절히 바라여져라

부정사 λιτανεύεσθαι

간절히 바라여지는 것

분사 남성여성중성
λιτανευομενος

λιτανευομενου

λιτανευομενη

λιτανευομενης

λιτανευομενον

λιτανευομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐλιτάνευον

(나는) 간절히 바라고 있었다

ἐλιτάνευες

(너는) 간절히 바라고 있었다

ἐλιτάνευε(ν)

(그는) 간절히 바라고 있었다

쌍수 ἐλιτανεύετον

(너희 둘은) 간절히 바라고 있었다

ἐλιτανευέτην

(그 둘은) 간절히 바라고 있었다

복수 ἐλιτανεύομεν

(우리는) 간절히 바라고 있었다

ἐλιτανεύετε

(너희는) 간절히 바라고 있었다

ἐλιτάνευον

(그들은) 간절히 바라고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐλιτανευόμην

(나는) 간절히 바라여지고 있었다

ἐλιτανεύου

(너는) 간절히 바라여지고 있었다

ἐλιτανεύετο

(그는) 간절히 바라여지고 있었다

쌍수 ἐλιτανεύεσθον

(너희 둘은) 간절히 바라여지고 있었다

ἐλιτανευέσθην

(그 둘은) 간절히 바라여지고 있었다

복수 ἐλιτανευόμεθα

(우리는) 간절히 바라여지고 있었다

ἐλιτανεύεσθε

(너희는) 간절히 바라여지고 있었다

ἐλιτανεύοντο

(그들은) 간절히 바라여지고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἀλλ ὅτε δὴ Δί ἔμελλε θεῶν πατέρ ἠδὲ καὶ ἀνδρῶν τέξεσθαι, τότ ἔπειτα φίλους λιτάνευε τοκῆας τοὺς αὐτῆς, Γαῖάν τε καὶ Οὐρανὸν ἀστερόεντα, μῆτιν συμφράσσασθαι, ὅπως λελάθοιτο τεκοῦσα παῖδα φίλον, τίσαιτο δ ἐρινῦς πατρὸς ἑοῖο παίδων θ, οὓς κατέπινε μέγας Κρόνος ἀγκυλομήτης. (Hesiod, Theogony, Book Th. 44:6)

    (헤시오도스, 신들의 계보, Book Th. 44:6)

  • εἶτα μικροῦ διαλείμματος ὄντος ἤδη τὰ τέκνα τοῦ βασιλέως ἤγετο δοῦλα, καὶ σὺν αὐτοῖς τροφέων καὶ διδασκάλων καὶ παιδαγωγῶν δεδακρυμένων ὄχλος, αὐτῶν τε τὰς χεῖρας ὀρεγόντων εἰς τοὺς θεατάς καὶ τὰ παιδία δεῖσθαι καὶ λιτανεύειν διδασκόντων. (Plutarch, Aemilius Paulus, chapter 33 3:2)

    (플루타르코스, Aemilius Paulus, chapter 33 3:2)

  • πολλὰ δέ μιν λιτάνευε γέρων ἱππηλάτα Οἰνεὺς οὐδοῦ ἐπεμβεβαὼς ὑψηρεφέος θαλάμοιο σείων κολλητὰς σανίδας γουνούμενος υἱόν: (Homer, Iliad, Book 9 29:1)

    (호메로스, 일리아스, Book 9 29:1)

유의어

  1. 간절히 바라다

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION