Ancient Greek-English Dictionary Language

περιλαμβάνω

Non-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: περιλαμβάνω περιλήψομαι περιέλαβον

Structure: περι (Prefix) + λαμβάν (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to seize around, embrace
  2. to encompass or surround, to intercept, to intercept, you get hold of, catch, to be caught
  3. to comprehend, include

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular περιλαμβάνω περιλαμβάνεις περιλαμβάνει
Dual περιλαμβάνετον περιλαμβάνετον
Plural περιλαμβάνομεν περιλαμβάνετε περιλαμβάνουσιν*
SubjunctiveSingular περιλαμβάνω περιλαμβάνῃς περιλαμβάνῃ
Dual περιλαμβάνητον περιλαμβάνητον
Plural περιλαμβάνωμεν περιλαμβάνητε περιλαμβάνωσιν*
OptativeSingular περιλαμβάνοιμι περιλαμβάνοις περιλαμβάνοι
Dual περιλαμβάνοιτον περιλαμβανοίτην
Plural περιλαμβάνοιμεν περιλαμβάνοιτε περιλαμβάνοιεν
ImperativeSingular περιλάμβανε περιλαμβανέτω
Dual περιλαμβάνετον περιλαμβανέτων
Plural περιλαμβάνετε περιλαμβανόντων, περιλαμβανέτωσαν
Infinitive περιλαμβάνειν
Participle MasculineFeminineNeuter
περιλαμβανων περιλαμβανοντος περιλαμβανουσα περιλαμβανουσης περιλαμβανον περιλαμβανοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular περιλαμβάνομαι περιλαμβάνει, περιλαμβάνῃ περιλαμβάνεται
Dual περιλαμβάνεσθον περιλαμβάνεσθον
Plural περιλαμβανόμεθα περιλαμβάνεσθε περιλαμβάνονται
SubjunctiveSingular περιλαμβάνωμαι περιλαμβάνῃ περιλαμβάνηται
Dual περιλαμβάνησθον περιλαμβάνησθον
Plural περιλαμβανώμεθα περιλαμβάνησθε περιλαμβάνωνται
OptativeSingular περιλαμβανοίμην περιλαμβάνοιο περιλαμβάνοιτο
Dual περιλαμβάνοισθον περιλαμβανοίσθην
Plural περιλαμβανοίμεθα περιλαμβάνοισθε περιλαμβάνοιντο
ImperativeSingular περιλαμβάνου περιλαμβανέσθω
Dual περιλαμβάνεσθον περιλαμβανέσθων
Plural περιλαμβάνεσθε περιλαμβανέσθων, περιλαμβανέσθωσαν
Infinitive περιλαμβάνεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
περιλαμβανομενος περιλαμβανομενου περιλαμβανομενη περιλαμβανομενης περιλαμβανομενον περιλαμβανομενου

Future tense

Imperfect tense

Aorist tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • οἱ ὀφθαλμοὶ δὲ Ἰσραὴλ ἐβαρυώπησαν ἀπὸ τοῦ γήρωσ, καὶ οὐκ ἠδύνατο βλέπειν. καὶ ἤγγισεν αὐτοὺσ πρὸσ αὐτόν, καὶ ἐφίλησεν αὐτοὺσ καὶ περιέλαβεν αὐτούσ. (Septuagint, Liber Genesis 48:10)
  • οὕτωσ οὖν τῆσ πόλεωσ ἐχούσησ εἰσελθὼν ὁ Δημήτριοσ, καὶ κελεύσασ εἰσ τὸ θέατρον ἀθροισθῆναι πάντασ, ὅπλοισ μὲν συνέφραξε τὴν σκηνὴν καὶ δορυφόροισ τὸ λογεῖον περιέλαβεν, αὐτὸσ δὲ καταβάσ, ὥσπερ οἱ τραγῳδοί, διὰ τῶν ἄνω παρόδων, ἔτι μᾶλλον ἐκπεπληγμένων τῶν Ἀθηναίων τὴν ἀρχὴν τοῦ λόγου πέρασ ἐποιήσατο τοῦ δέουσ αὐτῶν. (Plutarch, Demetrius, chapter 34 3:1)
  • ἐκλεξάμενοσ δὲ τῆσ μετεώρου χώρασ τόπον ἐστραμμένον ἐπὶ τὴν ἔρημον καὶ πρὸσ τὴν ἀποθεώρησιν πανταχόθεν εὐφυῆ, σημεῖα θέμενοσ περιέλαβεν ὡσ ἂν ἑβδομήκοντα σταδίων περιφέρειαν. (Diodorus Siculus, Bibliotheca Historica, Books XVIII-XX, book 19, chapter 38 3:2)
  • ὁ δὲ Τύλλιοσ, ἐπειδὴ τοὺσ ἑπτὰ λόφουσ ἑνὶ τείχει περιέλαβεν, εἰσ τέτταρασ μοίρασ διελὼν τὴν πόλιν καὶ θέμενοσ ἐπὶ τῶν λόφων ταῖσ μοίραισ τὰσ ἐπικλήσεισ, τῇ μὲν Παλατίνην, τῇ δὲ Σουβουράνην, τῇ δὲ τρίτῃ Κολλίνην, τῇ δὲ τετάρτῃ τῶν μοιρῶν Ἰσκυλίνην, τετράφυλον ἐποίησε τὴν πόλιν εἶναι, τρίφυλον οὖσαν τέωσ· (Dionysius of Halicarnassus, Antiquitates Romanae, Books IV-VI, book 4, chapter 14 1:1)
  • καὶ παραγενόμενοσ ἐπὶ τὸν Ἀσωπὸν ποταμὸν ἔθετο παρεμβολήν, ἣν ὠχύρωσε τάφρῳ βαθείᾳ καὶ τείχει ξυλίνῳ περιέλαβεν. (Diodorus Siculus, Library, book xi, chapter 28 14:2)

Synonyms

  1. to seize around

  2. to comprehend

Related

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION