Ancient Greek-English Dictionary Language

φορητός

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: φορητός φορητή φορητόν

Structure: φορητ (Stem) + ος (Ending)

Sense

  1. borne, carried
  2. to be borne, endurable

Examples

  • καίτοι φορητὰ ἴσωσ τὰ τῶν ἀνδρῶν. (Lucian, De mercede, (no name) 36:1)
  • τὰ μὲν γὰρ τελευταῖα τίνι φορητά; (Lucian, Piscator, (no name) 27:5)
  • Καίτοι ταῦτα πάντα φορητὰ ἔτι, ὅσα ἢ ἑρμηνείασ ἢ τῆσ ἄλλησ διατάξεωσ ἁμαρτήματά ἐστι, τὸ δὲ καὶ περὶ τοὺσ τόπουσ αὐτοὺσ ψεύδεσθαι, οὐ παρασάγγασ μόνον, ἀλλὰ καὶ σταθμοὺσ ὅλουσ, τίνι τῶν καλῶν ἐοίκεν; (Lucian, Quomodo historia conscribenda sit, chapter 241)
  • ἢν δὲ τὰ κάτω ἀνεσθίηται , αἱμάλωπεσ μέλανεσ, παχέα, σαρκοειδέα , ἐξέρυθρα, θρομβώδεα, ἄλλοτε μὲν μέλανα, ἄλλοτε δὲ παντοίωσ ποικίλα, κάκοδμα, οὐ φορητὰ, ἀφέσιεσ τῶν ὑγρῶν ἀβούλητοι· ἀπελύθη κοτὲ καὶ εὔμηκεσ ἄκριτον κατὰ πλεῦνα, ὅκωσ ὑγιὲσ τὸ ἔντερον, καὶ δέοσ παρέσχεν ἀμφὶ ἔντερον τοῖσι ἀγνοοῦσι τοῦ πρήγματοσ. (Aretaeus, The Extant Works of Aretaeus, The Cappadocian., , 213)
  • καὶ μὴν ὅσα μὲν ποταμῶν ῥεύμασιν ἢ λίμναισ ἐπιέζετο, γῆν καθίστη ξηρὰν, ὅσα δ’ αὖ τῆσ ἐξ ὕδατοσ καθάρσεωσ ἐδεῖτο, τοὺσ ποταμοὺσ ἐφιεὶσ οὐ μόνον φορητὰ ἰδεῖν, ἀλλὰ καὶ ἐνεργὰ ἀπέφαινε. (Aristides, Aelius, Orationes, 2:3)

Synonyms

  1. borne

  2. to be borne

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION