Ancient Greek-English Dictionary Language

ἀνεκτός

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: ἀνεκτός

Etym.: a)ne/xomai.의 분사형

Sense

  1. bearable, sufferable, tolerable
  2. that can be endured
  3. to be borne

Examples

  • εἰ μέτριοσ εἰή μέχρι δεῦρο, ἀνεκτόσ, ἀλλ’ οὐκ ἀνήσει. (Dionysius of Halicarnassus, De Isocrate, chapter 14 2:3)
  • Ἀριστοφάνησ μὲν οὖν οὔτε τοῖσ πολλοῖσ ἀρεστὸσ οὔτε τοῖσ φρονίμοισ ἀνεκτόσ, ἀλλ’ ὥσπερ ἑταίρασ τῆσ ποιήσεωσ παρηκμακυίασ, εἶτα μιμουμένησ γαμετήν, οὔθ’ οἱ πολλοὶ τὴν αὐθάδειαν ὑπομένουσιν οἵ τε σεμνοὶ βδελύττονται τὸ ἀκόλαστον καὶ κακόηθεσ. (Plutarch, Comparationis Aristophanis et Menandri compendium, section 3 2:2)
  • φανερῶσ δὲ οὐκ ἦν ἀνεκτόσ ἐπίφθονα πολλὰ καὶ πρὸσ ὕβριν εἴσ Τὸν Καίσαρα λέγων καὶ πράττων. (Plutarch, Caesar, chapter 48 3:4)
  • "καὶ οὐδὲν, οἶμαι, πλημμελοῦμεν, ὅτι τοῖσ ἄνω προσαγορευομένοισ βάθοσ τοσοῦτο καὶ διάστημα διδόντεσ ἀπολείπομὲν τινα καὶ τῷ κάτω περιδρομὴν καὶ πλάτοσ, ὅσον ἐστὶν ἀπὸ γῆσ ἐπὶ σελήνην οὔτε γὰρ ὁ τὴν ἄκραν ἐπιφάνειαν τοῦ οὐρανοῦ μόνην ἄνω τἄλλα δὲ κάτω προσαγορεύων ἅπαντα μέτριόσ ἐστιν, οὔθ’ ὁ τῇ γῇ μᾶλλον δ’ ὁ τῷ κέντρῳ τὸ κάτω περιγράφων ἀνεκτόσ· (Plutarch, De faciae quae in orbe lunae apparet, section 10 1:6)
  • ἀλλ’ οὖν ἀνεκτὸσ οὗτοσ ἦν ὅμωσ ἐμοί. (Pseudo-Plutarch, De musica, section 3017)

Synonyms

  1. to be borne

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION