헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

φορητός

1/2군 변화 형용사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: φορητός φορητή φορητόν

형태분석: φορητ (어간) + ος (어미)

  1. 견딜 수 있는, 버틸 수 있는, 유지할 수 있는
  1. borne, carried
  2. to be borne, endurable

곡용 정보

1/2군 변화
남성 여성 중성
단수주격 φορητός

(이)가

φορητή

(이)가

φορητόν

(것)가

속격 φορητοῦ

(이)의

φορητῆς

(이)의

φορητοῦ

(것)의

여격 φορητῷ

(이)에게

φορητῇ

(이)에게

φορητῷ

(것)에게

대격 φορητόν

(이)를

φορητήν

(이)를

φορητόν

(것)를

호격 φορητέ

(이)야

φορητή

(이)야

φορητόν

(것)야

쌍수주/대/호 φορητώ

(이)들이

φορητᾱ́

(이)들이

φορητώ

(것)들이

속/여 φορητοῖν

(이)들의

φορηταῖν

(이)들의

φορητοῖν

(것)들의

복수주격 φορητοί

(이)들이

φορηταί

(이)들이

φορητά

(것)들이

속격 φορητῶν

(이)들의

φορητῶν

(이)들의

φορητῶν

(것)들의

여격 φορητοῖς

(이)들에게

φορηταῖς

(이)들에게

φορητοῖς

(것)들에게

대격 φορητούς

(이)들을

φορητᾱ́ς

(이)들을

φορητά

(것)들을

호격 φορητοί

(이)들아

φορηταί

(이)들아

φορητά

(것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • Ἀλλὰ ὕδωρ μέν σε γίγνεσθαι, ὦ Πρωτεῦ, οὐκ ἀπίθανον, ἐνάλιόν γε ὄντα, καὶ δένδρον, ἔτι φορητόν, καὶ ἐσ λέοντα δὲ ὁπότε ἀλλαγείησ, ὅμωσ οὐδὲ τοῦτο ἔξω πίστεωσ· (Lucian, Dialogi Marini, menelaus and proteus, chapter 11)

    (루키아노스, Dialogi Marini, menelaus and proteus, chapter 11)

  • ἡ δὲ ὡρ́α τοῦ ἔτουσ ὅ τι περ τὸ πυρωδέστατόν ἐστι, τοῦ ἀστέροσ ὃν ὑμεῖσ κύνα φατὲ πάντα καταφλέγοντοσ καὶ τὸν ἀέρα ξηρὸν καὶ διακαῆ τιθέντοσ, ὅ τε ἥλιοσ κατὰ μεσημβρίαν ἤδη ὑπὲρ κεφαλῆσ ἐπικείμενοσ φλογμὸν τοῦτον οὐ φορητὸν ἐπάγει τοῖσ σώμασιν. (Lucian, Anacharsis, (no name) 16:11)

    (루키아노스, Anacharsis, (no name) 16:11)

  • τὸ γὰρ τῷ μὲν ὑπὲρ σὲ τὴν λοπάδα παρεστάναι ἔστ’ ἂν ἀπαγορεύσῃ^ ἐμφορούμενοσ, σὲ δὲ οὕτω ταχέωσ παραδραμεῖν, τίνι φορητὸν ἐλευθέρῳ ἀνδρὶ κἂν ὁπόσην αἱ ἔλαφοι τὴν χολὴν ἔχοντι; (Lucian, De mercede, (no name) 26:8)

    (루키아노스, De mercede, (no name) 26:8)

  • φθόνοσ γὰρ οὐδεὶσ ἐξ ἅπαντοσ ἀμύνεσθαι τὴν ἀπορίαν, ἐκεῖνο δὲ οὐκέτι φορητόν, πένητά σε ὄντα ἐσ μόνασ τὰσ τοιαύτασ ἡδονὰσ ἐκχεῖν τὰ ἐκ τῆσ ἀναισχυντίασ περιγιγνόμενα. (Lucian, Pseudologista, (no name) 27:4)

    (루키아노스, Pseudologista, (no name) 27:4)

  • διὸ καὶ δυσανάκρατοσ ἡ κοινωνία γέγονεν αὐτῶν, τῷ ἀμερίστῳ τὸ μεριστὸν καὶ τῷ μηδαμῇ κινητῷ τὸ πάντῃ φορητὸν μιγνύουσα καὶ καταβιαζομένη θάτερον εἰσ ταὐτὸν συνελθεῖν. (Plutarch, Compendium libri de animae procreatione in Timaeo, section 5 5:1)

    (플루타르코스, Compendium libri de animae procreatione in Timaeo, section 5 5:1)

유의어

  1. borne

  2. 견딜 수 있는

관련어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION