Ancient Greek-English Dictionary Language

δυστράπελος

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: δυστράπελος δυστράπελον

Structure: δυστραπελ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: tre/pw

Sense

  1. hard to deal with, intractable, stubborn, awkwardly

Examples

  • καὶ πρᾶγμά γ’ ἠρώτα με δυστράπελον πάνυ, ἔχον δὲ πολλὰσ φροντίδων διεξόδουσ. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 9, book 9, chapter 744)
  • "ἔτι δὲ Δημόκριτοσ, εὐχόμενοσ εὐλόγχων εἰδώλων τυγχάνειν, δῆλοσ ἦν ἕτερα δυστράπελα καὶ μοχθηρὰσ γιγνώσκων ἔχοντα προαιρέσεισ τινὰσ καὶ ὁρμάσ. (Plutarch, De defectu oraculorum, section 17 1:1)
  • ἔστι δὲ καὶ ἡ εὐτραπελία μεσότησ, καὶ ὁ εὐτράπελοσ μέσοσ τοῦ ἀγροίκου καὶ δυστραπέλου καὶ τοῦ βωμολόχου. (Aristotle, Eudemian Ethics, Book 3 135:1)
  • πᾷ πᾷ κεῖται ὁ δυστράπελοσ, δυσώνυμοσ Αἰάσ; (Sophocles, Ajax, choral, strophe 118)
  • ἐπισκοπῶ, ἔφη, ὦ ξένε, εἴ τι συμβαίνοι γίγνεσθαι, πῶσ κεῖται, ἔφη, τὰ ἐν τῇ νηί, ἢ εἴ τι ἀποστατεῖ ἢ εἰ δυστραπέλωσ τι σύγκειται. (Xenophon, Works on Socrates, , chapter 8 16:4)

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION