κερκίς
Third declension Noun;
자동번역
Transliteration:
Principal Part:
κερκίς
κερκίδος
Structure:
κερκιδ
(Stem)
+
ς
(Ending)
Sense
- the rod or comb
- any rod, a measuring-rod
- the great bone of the leg, the tibia
Declension
Third declension
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- οὐκ Ἰδαίοισ ἱστοῖσ κερκίδα δινεύουσ’ ἐξαλλάξω. (Euripides, The Trojan Women, choral, strophe 22)
- αὐτίκα γᾶ πᾶσα χορεύσει‐‐ Βρόμιοσ ὅστισ ἄγῃ θιάσουσ‐‐ εἰσ ὄροσ εἰσ ὄροσ, ἔνθα μένει θηλυγενὴσ ὄχλοσ ἀφ’ ἱστῶν παρὰ κερκίδων τ’ οἰστρηθεὶσ Διονύσῳ. (Euripides, choral, strophe 24)
- ἁπάσασ εἶπον, ἐξόχωσ δ’ ἐμέ, ἣ τὰσ παρ’ ἱστοῖσ ἐκλιποῦσα κερκίδασ ἐσ μείζον’ ἥκω, θῆρασ ἀγρεύειν χεροῖν. (Euripides, episode 2:6)
- οὐκ ἔστιν, εἰ καὶ γῆν κασίγνητοσ μολών, κερκίδοσ ὅτῳ γνοίησ ἂν ἐξύφασμα σῆσ, ἐν ᾧ ποτ’ αὐτὸν ἐξέκλεψα μὴ θανεῖν; (Euripides, episode 2:8)
- νῦν δ’ ἀξείνου πόντου ξείνα δυσχόρτουσ οἴκουσ ναίω, ἄγαμοσ ἄτεκνοσ ἄπολισ ἄφιλοσ, οὐ τὰν Ἄργει μέλπουσ’ Ἥραν οὐδ’ ἱστοῖσ ἐν καλλιφθόγγοισ κερκίδι Παλλάδοσ Ἀτθίδοσ εἰκὼ <καὶ> Τιτάνων ποικίλλουσ’, ἀλλ’ αἱμόρραντον δυσφόρμιγγα ξείνων αἱμάσσουσ’ ἄταν βωμούσ, οἰκτράν τ’ αἰαζόντων αὐδὰν οἰκτρόν τ’ ἐκβαλλόντων δάκρυον. (Euripides, Iphigenia in Tauris, choral, anapests 3:4)
- κερκίσ. (Plato, Cratylus, Theaetetus, Sophist, Statesman, 29:5)
- εἰ οὖν ἐγὼ ἐροίμην "τί ἦν ὄργανον ἡ κερκίσ; (Plato, Cratylus, Theaetetus, Sophist, Statesman, 29:11)
- ὄνομα ἄρα διδασκαλικόν τί ἐστιν ὄργανον καὶ διακριτικὸν τῆσ οὐσίασ ὥσπερ κερκὶσ ὑφάσματοσ. (Plato, Cratylus, Theaetetus, Sophist, Statesman, 30:11)
- ὑφαντικὸν δέ γε ἡ κερκίσ; (Plato, Cratylus, Theaetetus, Sophist, Statesman, 31:2)
- ἂν καταγῇ αὐτῷ ἡ κερκὶσ ποιοῦντι, πότερον πάλιν ποιήσει ἄλλην πρὸσ τὴν κατεαγυῖαν βλέπων, ἢ πρὸσ ἐκεῖνο τὸ εἶδοσ πρὸσ ὅπερ καὶ ἣν κατέαξεν ἐποίει; (Plato, Cratylus, Theaetetus, Sophist, Statesman, 36:2)
Synonyms
-
the rod or comb
-
any rod
-
the great bone of the leg