ἐπέρχομαι
비축약 동사;
이상동사
자동번역
로마알파벳 전사:
고전 발음: []
신약 발음: []
기본형:
ἐπέρχομαι
ἐπῆλθον
ἐπελήλυθα
형태분석:
ἐπ
(접두사)
+
έ̓ρχ
(어간)
+
ομαι
(인칭어미)
어원: ei)=mi ibo
뜻
- 마주치다, 입장하다, 우연히 만나다, 만나다, 제치다
- 공격하다, 습격하다, 방문하다, 기습하다, 침입하다, 침략하다, 찾다
- 앞장서다, 나타나다, 떠오르다
- 되돌아가다, 반환하다, 갚다
- 횡단하다, 가로지르다, 넘치다, 방문하다, 돌다, 여행하다
- 겪다, 말하다, 설명하다, 가공하다
- 수행하다, 겪다, 통과하다
- to come upon, come near, come suddenly upon, to come to for advice
- to go or come against, to attack, assault, to invade, to visit, reprove
- to come forward to speak
- to come suddenly upon
- to come into, head, occur to, it happened
- to come on, return
- to come in after or over
- to go over or on, to traverse, to overflow, to go the round of, visit
- to go through, treat of, recount
- to go through, execute
활용 정보
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- Εὐμένησ δ’ ἀκούσασ ἐπέρχεσθαι Κρατερὸν οὐδενὶ τῶν φίλων ἔφρασεν, ἀλλ’ ἐψεύσατο Νεοπτόλεμον εἶναι· (Plutarch, De garrulitate, section 9 1:5)
(플루타르코스, De garrulitate, section 9 1:5)
- Εὐμένησ δ’ ἀκούσασ ἐπέρχεσθαι Κρατερὸν οὐδενὶ τῶν φίλων ἔφρασεν, ἀλλ’ ἐψεύσατο Νεοπτόλεμον εἶναι· (Plutarch, De garrulitate, section 9 4:1)
(플루타르코스, De garrulitate, section 9 4:1)
- κατιδὼν οὖν ὁ Πελοπίδασ τοὺσ μὲν ἱππεῖσ ἀνεκαλεῖτο καὶ πρὸσ τὸ συνεστηκὸσ τῶν πολεμίων ἐλαύνειν ἐκέλευεν, αὐτὸσ δὲ συνέμιξε δρόμῳ τοῖσ περὶ τοὺσ λόφουσ μαχομένοισ εὐθὺσ τὴν ἀσπίδα λαβών, καὶ διὰ τῶν ὄπισθεν ὠσάμενοσ εἰσ τοὺσ πρώτουσ τοσαύτην ἐνεποίησε ῥώμην καὶ προθυμίαν ἅπασιν ὥστε καὶ τοῖσ πολεμίοισ ἑτέρουσ δοκεῖν γεγονότασ καὶ σώμασι καὶ ψυχαῖσ ἐπέρχεσθαι. (Plutarch, Pelopidas, chapter 32 3:1)
(플루타르코스, Pelopidas, chapter 32 3:1)
- ἀπαγγελθέντοσ δὲ εἰσ Ῥώμην πέρασ ἔχειν τὸν πειρατικὸν πόλεμον καὶ σχολὴν ἄγοντα τὸν Πομπήϊον ἐπέρχεσθαι τὰσ πόλεισ, γράφει νόμου εἷσ τῶν δημάρχων Μάλλιοσ, ὅσησ Λεύκολλοσ ἄρχει χώρασ καὶ δυνάμεωσ, Πομπήϊον παραλαβόντα πᾶσαν, προσλαβόντα δὲ καὶ Βιθυνίαν, ἣν ἔχει Γλαβρίων, πολεμεῖν Μιθριδάτῃ καὶ Τιγράνῃ τοῖσ βασιλεῦσιν, ἔχοντα καὶ τὴν ναυτικὴν δύναμιν καὶ τὸ κράτοσ τῆσ θαλάσσησ ἐφ’ οἷσ ἔλαβεν ἐξ ἀρχῆσ. (Plutarch, Pompey, chapter 30 1:1)
(플루타르코스, Pompey, chapter 30 1:1)
- ἃ δ’ εἰσ τὸ μέσον ποιηταὶ καὶ λογοποιοὶ καὶ συγγραφεῖσ πάντεσ ὑμνοῦσι, κόρην τὴν Δήμητροσ ἀφανῆ γενέσθαι χρόνον ἔστιν ὃν, Δήμητρα δ’ ἐπέρχεσθαι γῆν πᾶσαν καὶ θάλατταν ζητοῦσαν τὴν θυγατέρα, τέωσ μὲν οὖν οὐχ οἱάν τε εἶναι εὑρεῖν, ἐλθοῦσαν δ’ εἰσ Ἐλευσῖνα τήν τε ἐπωνυμίαν δοῦναι τῷ τόπῳ καὶ τὴν κόρην εὑροῦσαν ποιῆσαι τὰ μυστήρια· (Aristides, Aelius, Orationes, 2:2)
(아리스티데스, 아일리오스, 연설, 2:2)
유의어
-
마주치다
-
공격하다
-
to come forward to speak
-
to come suddenly upon
- προσπέτομαι (건너오다, 마주치다, 입장하다)
- ἐφέπω (가져오다, 접하다, 마주치다)
- ἵκω (안으로 던지다, 마주치다, ~에 원인이 있다)
- ἱκνέομαι (마주치다, 입장하다)
- προσέρπω (to come to or upon)
- ἔπειμι (마주치다, 입장하다)
- προσβαίνω (마주치다, 입장하다)
- ἀποσκήπτω (도착하다, 도달하다, 깨어나다)
- περιπίπτω (to come over or upon)
- προσπίπτω (발생하다, 일어나다, 나타나다)
- περιίστημι (마주치다, 입장하다, 우연히 만나다)
- ἐπιπέλομαι (to come to or upon, coming on, approaching)
- εἴσειμι (입장하다)
-
앞장서다
-
되돌아가다
- νοστέω (되돌아가다, 반환하다, 갚다)
- ἐπαναφέρω (되돌아가다, 반환하다, 다녀오다)
- ἀπονοστέω (되돌아가다, 반환하다, 갚다)
- ἐπανήκω (되돌아가다, 반환하다, 갚다)
- ἀναλύω (되돌아가다, 반환하다)
- ἐξαπονέομαι (to return out of)
- κάτειμι (되돌아가다, 반환하다, 다녀오다)
- ἀναβιόω (to come to life again, return to life)
- ἑρπύζω (가다, 오다, 나아가다)
- ἕρπω ( I go or come)
- ἔρχομαι (오다, 가다)
- ἵκω (도착하다, 도달하다)
- συνεξέρχομαι (to go or come out with)
- παραβάλλω (to come n)
- σύνειμι (들어오다, 참여하다)
- προσέρχομαι (to come or go to)
- ἱκνέομαι (오다, 되다)
- ἐκπίπτω (나오다, 나다)
- ἀμείβω (comes on)
- βάσκω (가다, 오다, 나아가다)
- βλώσκω (가다, 오다, 나아가다)
- ἀγρέω (오다, 되다, 어마어마하게 몰려오다)
- ἀφικνέομαι (오다, 되다)
- ἔξειμι (나가다, 나오다, 사귀다)
- ἐξέρχομαι (나가다, 나오다, 사귀다)
- ἐξικνέομαι (도착하다, 도달하다)
- εἰσαφικάνω (도착하다, 도달하다)
- ἐκπεράω (to go or come out of)
- νέομαι (되돌아가다, 반환하다, 갚다)
- ἀνέρχομαι (되돌아가다, 반환하다, 갚다)
- συγκατέρχομαι (to come back together, return from exile together)
-
to come in after or over
-
횡단하다
-
겪다
-
수행하다
파생어
- ἀμφέρχομαι (둘러싸다, 포위하다, 에워싸다)
- ἀνέρχομαι (오르다, 세워지다, 올라가다)
- ἀπέρχομαι (떠나다, 은퇴하다, 퇴직하다)
- διέρχομαι (통과하다, 겪다, 통하다)
- εἰσέρχομαι (들어가다, 입장하다, 침입하다)
- ἐξέρχομαι (나가다, 나오다, 사귀다)
- ἔρχομαι (오다, 가다)
- κατέρχομαι (되돌아가다, 반환하다, 다녀오다)
- μετέρχομαι (뒤따르다, 따르다, 따라가다)
- παρεξέρχομαι (도망치다, 등한시하다, 위반하다)
- περιέρχομαι (돌다, 둘러가다, 돌아다니다)
- προαπέρχομαι (to go away before)
- προέρχομαι (전진하다, 나아가다, 행군하다)
- προσέρχομαι (항복하다, 포기하다, 배반하다)
- συνεξέρχομαι (to go or come out with)
- συνέρχομαι (모으다, 짜다, 집합시키다)
- ὑπεισέρχομαι (마음 속으로 들어가다)
- ὑπεξέρχομαι (철수하다, 물러나다, 철수시키다)
- ὑπερέρχομαι (도망치다, 등한시하다, 우수하다)