ἀποβάλλω?
비축약 동사;
자동번역
로마알파벳 전사: apoballō
고전 발음: [아뽀발로:]
신약 발음: [아뽀발로]
기본형:
ἀποβάλλω
형태분석:
ἀπο
(접두사)
+
βάλλ
(어간)
+
ω
(인칭어미)
뜻
- 거절하다, 거부하다, 버리다, 던지다, 사절하다
- 잃다, 떨어뜨리다
- to throw off, to throw off from
- to throw away, to reject, to cast from one, reject
- to lose
활용 정보
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- ὁ δὲ σοφὸς Ἀρχέστρατός φησιν ἡνίκα δ ἂν δύνοντος ἐν οὐρανῷ Ὠρίωνος μήτηρ οἰνοφόρου βότρυος χαίτην ἀποβάλλῃ, τῆμος ἔχειν ὀπτὸν σαργὸν τυρῷ κατάπαστον, εὐμεγέθη, θερμόν, δριμεῖ δεδαιγμένον ὄξει: (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 7, book 7, chapter 117 2:4)
(아테나이오스, The Deipnosophists, Book 7, book 7, chapter 117 2:4)
- ῏Ω λευκὰ Γαλάτεια, τί τὸν φιλέοντ ἀποβάλλῃ· (Theocritus, Idylls, 9)
(테오크리토스, Idylls, 9)
- Δεὶ δὲ Ῥόφημα προσφέρειν τοῖσιν ἐκ τῶν νουσημάτων μὴ πρότερον ἢ πέπονα τὰ οὖρα ἢ πτύσματα ἴδῃς γεγενημένα ἣ᾿ν δὲ φαρμακευθεὶς συχνὰ καθαρθῇ, ἀναγκαῖον διδόναι, ἔλασσον δὲ καὶ λεπτότερον‧ οὐ γὰρ δυνήσεται ὑπὸ κενεαγγείης ὑπνώσσειν, οὐδὲ πέσσειν ὁμοίως, οὐδὲ τὰς κρίσιας ὑπομένειν᾿‧ ἀλλ ἐπειδὰν ξυντήξιες ὠμῶν γένωνται, καὶ τὰ ἀντέχοντα ἀποβάλλῃ, ἀνθέξει οὐδέν. (Hippocrates, Oeuvres Completes D'Hippocrate., , 11.3)
(히포크라테스, Oeuvres Completes D'Hippocrate., , 11.3)
- οὐσίας ὑπομενούσης τοῖς δὲ πάθεσι μεταβαλλούσης, τοῦτο στοιχεῖον καὶ ταύτην ἀρχήν φασιν εἶναι τῶν ὄντων, καὶ διὰ τοῦτο οὔτε γίγνεσθαι οὐθὲν οἰόνται οὔτε ἀπόλλυσθαι, ὡς τῆς τοιαύτης φύσεως ἀεὶ σωζομένης, ὥσπερ οὐδὲ τὸν Σωκράτην φαμὲν οὔτε γίγνεσθαι ἁπλῶς ὅταν γίγνηται καλὸς ἢ μουσικὸς οὔτε ἀπόλλυσθαι ὅταν ἀποβάλλῃ ταύτας τὰς ἕξεις, διὰ τὸ ὑπομένειν τὸ ὑποκείμενον τὸν Σωκράτην αὐτόν, οὕτως οὐδὲ τῶν ἄλλων οὐδέν: (Aristotle, Metaphysics, Book 1 58:1)
(아리스토텔레스, 형이상학, Book 1 58:1)
- ἔφαμεν, οἶμαι, τοὺς τοῦ Διονύσου τοὺς ἑξηκοντούτας ᾠδοὺς διαφερόντως εὐαισθήτους δεῖν γεγονέναι περί τε τοὺς ῥυθμοὺς καὶ τὰς τῶν ἁρμονιῶν συστάσεις, ἵνα τὴν τῶν μελῶν μίμησιν τὴν εὖ καὶ τὴν κακῶς μεμιμημένην, ἐν τοῖς παθήμασιν ὅταν ψυχὴ γίγνηται, τά τε τῆς ἀγαθῆς ὁμοιώματα καὶ τὰ τῆς ἐναντίας ἐκλέξασθαι δυνατὸς ὤν τις, τὰ μὲν ἀποβάλλῃ, τὰ δὲ προφέρων εἰς μέσον ὑμνῇ καὶ ἐπᾴδῃ ταῖς τῶν νέων ψυχαῖς, προκαλούμενος ἑκάστους εἰς ἀρετῆς ἕπεσθαι κτῆσιν συνακολουθοῦντας διὰ τῶν μιμήσεων. (Plato, Laws, book 7 150:6)
(플라톤, Laws, book 7 150:6)
유의어
-
to throw off
- προτίθημι (던지다, 자신을 ~로 던지다)
- ἀναρρίπτω (게우다)
- προσρίπτω (to throw to)
- ἐκβάλλω (던지다)
- συναναρριπτέω (to throw up together)
- ῥίπτω (to throw off or away)
- ἐκχέω (아래로 버리다, 땅으로 던지다)
- ἐφίημι (안으로 나르다, 희생하다)
- ἐμβάλλω (던지다, 집어넣다, 자신을 ~로 던지다)
- προσεπιρρίπτω (to throw to besides)
- παραχώννυμι (to throw up beside)
- ἐπεμβάλλω (to throw against)
- διαρρίπτω (to throw about)
- ὑπορρίπτω (던지다, 자신을 ~로 던지다, 앞으로 던지다)
- ἐπιπροβάλλω (to throw forward)
- ἐκβάλλω (밖으로 던지다)
- ἐκδιφρεύω (to throw from a chariot)
- λυγίζω (던지다, 자신을 ~로 던지다, 앞으로 던지다)
- χόω (던지다, 쌓다)
- ἐκπαίω (늘어뜨리다, 돌진하다, 튀기다)
- ἀμφιβάλλω (던지다, 자신을 ~로 던지다, 안다)
- σεύω (던지다, 안으로 던지다, 자신을 ~로 던지다)
- ἀναβάλλω (to throw or toss up)
- ἐξαφρίζομαι (to throw off by foaming)
-
거절하다
-
잃다
파생어
- ἀμφιβάλλω (입다, 올려놓다, 바르다)
- ἀναβάλλω (두다, 놓다, 연기하다)
- βάλλω (던지다, 내던지다, 떨어뜨리다)
- διαβάλλω (모욕하다, 중상하다, 욕하다)
- εἰσβάλλω (안으로 나르다, 희생하다, 제공하다)
- ἐκβάλλω (밖으로 던지다, 물가에 던지다, 추방하다)
- ἐμβάλλω (던지다, 집어넣다, 자신을 ~로 던지다)
- ἐνδιαβάλλω (to calumniate in)
- ἐπαναβάλλω (연기하다, 미루다, 휴회시키다)
- ἐπεμβάλλω (입다, 올려놓다, 바르다)
- ἐπιβάλλω (붙이다, 덧붙이다, 언급하다)
- καταβάλλω (끌어내리다, 전복시키다, 낮추다)
- μεταβάλλω (넘겨 던지다, ~를 지나가다, 거치다)
- παραβάλλω (노출시키다, 불거지다, 드러내다)
- παρακαταβάλλω (두다, 놓다, 놓이다)
- παρεμβάλλω (넣다, 지르다, 삽입하다)
- περιβάλλω (~에 대해 말하지 않다, 침묵을 유지하다, 조사하다)
- προαναβάλλομαι (to say or sing by way of prelude)
- προβάλλω (시작하다, 내다, 착수하다)
- προδιαβάλλω (먼저 보다, 미리 보다)
- προεμβάλλω (to put in or insert before, first striking against, to make the charge)
- προπαραβάλλω (to put beside beforehand, to do so for oneself)
- προσαποβάλλω (to throw away besides)
- προσβάλλω (지다, 적용하다, 심다)
- προσδιαβάλλω (to insinuate besides, to slander besides)
- προσεμβάλλω (to throw or put into besides)
- προσπεριβάλλω (둘러싸다, 포위하다, 붙들다)
- προυποβάλλω (to put under as a foundation, to be prepared as materials)
- συγκαταβάλλω (to throw down along with)
- συμβάλλω (연합하다, 참여하다, 연합시키다)
- συνδιαβάλλω (건너오다, 건너다, 건너가다)
- συνεισβάλλω (이끌다, 같이 돌다, 같이 나르다)
- συνεκβάλλω (to cast out along with, to assist in casting out or expelling)
- συνεμβάλλω (to help in applying, to fall upon also, to join in attacking)
- συνεπιβάλλω (고려하다, 숙고하다, 여기다)
- ὑπερβάλλω (강요하다, 넘겨 던지다, ~를 지나가다)
- ὑποβάλλω (던지다, 자신을 ~로 던지다, 앞으로 던지다)