헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἀποβάλλω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἀποβάλλω

형태분석: ἀπο (접두사) + βάλλ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 거절하다, 거부하다, 버리다, 던지다, 사절하다
  2. 잃다, 떨어뜨리다
  1. to throw off, to throw off from
  2. to throw away, to reject, to cast from one, reject
  3. to lose

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀποβάλλω

ἀποβάλλεις

ἀποβάλλει

쌍수 ἀποβάλλετον

ἀποβάλλετον

복수 ἀποβάλλομεν

ἀποβάλλετε

ἀποβάλλουσιν*

접속법단수 ἀποβάλλω

ἀποβάλλῃς

ἀποβάλλῃ

쌍수 ἀποβάλλητον

ἀποβάλλητον

복수 ἀποβάλλωμεν

ἀποβάλλητε

ἀποβάλλωσιν*

기원법단수 ἀποβάλλοιμι

ἀποβάλλοις

ἀποβάλλοι

쌍수 ἀποβάλλοιτον

ἀποβαλλοίτην

복수 ἀποβάλλοιμεν

ἀποβάλλοιτε

ἀποβάλλοιεν

명령법단수 ἀποβάλλε

ἀποβαλλέτω

쌍수 ἀποβάλλετον

ἀποβαλλέτων

복수 ἀποβάλλετε

ἀποβαλλόντων, ἀποβαλλέτωσαν

부정사 ἀποβάλλειν

분사 남성여성중성
ἀποβαλλων

ἀποβαλλοντος

ἀποβαλλουσα

ἀποβαλλουσης

ἀποβαλλον

ἀποβαλλοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀποβάλλομαι

ἀποβάλλει, ἀποβάλλῃ

ἀποβάλλεται

쌍수 ἀποβάλλεσθον

ἀποβάλλεσθον

복수 ἀποβαλλόμεθα

ἀποβάλλεσθε

ἀποβάλλονται

접속법단수 ἀποβάλλωμαι

ἀποβάλλῃ

ἀποβάλληται

쌍수 ἀποβάλλησθον

ἀποβάλλησθον

복수 ἀποβαλλώμεθα

ἀποβάλλησθε

ἀποβάλλωνται

기원법단수 ἀποβαλλοίμην

ἀποβάλλοιο

ἀποβάλλοιτο

쌍수 ἀποβάλλοισθον

ἀποβαλλοίσθην

복수 ἀποβαλλοίμεθα

ἀποβάλλοισθε

ἀποβάλλοιντο

명령법단수 ἀποβάλλου

ἀποβαλλέσθω

쌍수 ἀποβάλλεσθον

ἀποβαλλέσθων

복수 ἀποβάλλεσθε

ἀποβαλλέσθων, ἀποβαλλέσθωσαν

부정사 ἀποβάλλεσθαι

분사 남성여성중성
ἀποβαλλομενος

ἀποβαλλομενου

ἀποβαλλομενη

ἀποβαλλομενης

ἀποβαλλομενον

ἀποβαλλομενου

미래 시제

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to throw off

  2. 거절하다

  3. 잃다

관련어

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION