헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἀναβάλλω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἀναβάλλω

형태분석: ἀνα (접두사) + βάλλ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 두다, 놓다, 연기하다, 미루다, 놓이다, 늦추다
  2. 달리다, 뛰다
  3. 연기하다, 미루다, 늦추다
  1. to throw or toss up
  2. to put back, put off, to put, off, to be adjourned
  3. to run
  4. to strike up, begin to play or sing
  5. to put off, delay
  6. to throw back or refer
  7. to throw one's cloak back, throw it over the shoulder, with one's cloak thrown up or back

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀναβάλλω

ἀναβάλλεις

ἀναβάλλει

쌍수 ἀναβάλλετον

ἀναβάλλετον

복수 ἀναβάλλομεν

ἀναβάλλετε

ἀναβάλλουσιν*

접속법단수 ἀναβάλλω

ἀναβάλλῃς

ἀναβάλλῃ

쌍수 ἀναβάλλητον

ἀναβάλλητον

복수 ἀναβάλλωμεν

ἀναβάλλητε

ἀναβάλλωσιν*

기원법단수 ἀναβάλλοιμι

ἀναβάλλοις

ἀναβάλλοι

쌍수 ἀναβάλλοιτον

ἀναβαλλοίτην

복수 ἀναβάλλοιμεν

ἀναβάλλοιτε

ἀναβάλλοιεν

명령법단수 ἀναβάλλε

ἀναβαλλέτω

쌍수 ἀναβάλλετον

ἀναβαλλέτων

복수 ἀναβάλλετε

ἀναβαλλόντων, ἀναβαλλέτωσαν

부정사 ἀναβάλλειν

분사 남성여성중성
ἀναβαλλων

ἀναβαλλοντος

ἀναβαλλουσα

ἀναβαλλουσης

ἀναβαλλον

ἀναβαλλοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀναβάλλομαι

ἀναβάλλει, ἀναβάλλῃ

ἀναβάλλεται

쌍수 ἀναβάλλεσθον

ἀναβάλλεσθον

복수 ἀναβαλλόμεθα

ἀναβάλλεσθε

ἀναβάλλονται

접속법단수 ἀναβάλλωμαι

ἀναβάλλῃ

ἀναβάλληται

쌍수 ἀναβάλλησθον

ἀναβάλλησθον

복수 ἀναβαλλώμεθα

ἀναβάλλησθε

ἀναβάλλωνται

기원법단수 ἀναβαλλοίμην

ἀναβάλλοιο

ἀναβάλλοιτο

쌍수 ἀναβάλλοισθον

ἀναβαλλοίσθην

복수 ἀναβαλλοίμεθα

ἀναβάλλοισθε

ἀναβάλλοιντο

명령법단수 ἀναβάλλου

ἀναβαλλέσθω

쌍수 ἀναβάλλεσθον

ἀναβαλλέσθων

복수 ἀναβάλλεσθε

ἀναβαλλέσθων, ἀναβαλλέσθωσαν

부정사 ἀναβάλλεσθαι

분사 남성여성중성
ἀναβαλλομενος

ἀναβαλλομενου

ἀναβαλλομενη

ἀναβαλλομενης

ἀναβαλλομενον

ἀναβαλλομενου

미래 시제

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἧττον γὰρ ἂν καὶ ὑποδύοι ὁ ἵπποσ καὶ ἀναβάλλοι τὸν ἀναβάτην· (Xenophon, Minor Works, , chapter 8 9:3)

    (크세노폰, Minor Works, , chapter 8 9:3)

유의어

  1. to throw or toss up

  2. 두다

  3. 달리다

  4. to strike up

  5. 연기하다

  6. to throw back or refer

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION