ἀγρέω
ε-contract Verb;
자동번역
Transliteration:
Principal Part:
ἀγρέω
Structure:
ἀγρέ
(Stem)
+
ω
(Ending)
Etym.: poet. form of a)greu/w
Sense
- to capture, seize
- come, come on
Conjugation
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- καὶ δώσει χορτάσματα ἐν τοῖσ ἀγροῖσ σου τοῖσ κτήνεσί σου. (Septuagint, Liber Deuteronomii 11:15)
- καὶ ἔφυγον ἕωσ εἰσ τοὺσ πύργουσ τοὺσ ἐν τοῖσ ἀγροῖσ Ἀζώτου, καὶ ἐνεπύρισεν αὐτὴν ἐν πυρί, καὶ ἔπεσον ἐξ αὐτῶν εἰσ ἄνδρασ δισχιλίουσ καὶ ἀπέστρεψεν εἰσ γῆν Ἰούδα μετ̓ εἰρήνησ. (Septuagint, Liber Maccabees I 16:10)
- καὶ ἡ μοιχεία σου καὶ ὁ χρεμετισμόσ σου καὶ ἡ ἀπαλλοτρίωσισ τῆσ πορνείασ σου ἐπὶ τῶν βουνῶν, καὶ ἐν τοῖσ ἀγροῖσ ἑώρακα τὰ βδελύγματά σου. οὐαί σοι, Ἱερουσαλήμ, ὅτι οὐκ ἐκαθαρίσθησ ὀπίσω μου. ἕωσ τίνοσ ἔτι̣ (Septuagint, Liber Ieremiae 13:27)
- Καὶ Ἰωανὰν υἱὸσ Καρηὲ καὶ πάντεσ οἱ ἡγεμόνεσ τῆσ δυνάμεωσ, οἱ ἐν τοῖσ ἀγροῖσ, ἦλθον πρὸσ τὸν Γοδολίαν εἰσ Μασσηφὰ (Septuagint, Liber Ieremiae 47:13)
- σοὶ μὲν οὔτε πολέμου πολὺσ λόγοσ, ἢν λέγηται ὡσ οἱ πολέμιοι προσελαύνουσιν, οὐδὲ φροντίζεισ μὴ τὸν ἀγρὸν τέμωσιν ἐμβαλόντεσ ἢ τὸν παράδεισον συμπατήσωσιν ἢ τὰσ ἀμπέλουσ δῃώσωσιν, ἀλλὰ τῆσ σάλπιγγοσ ἀκούων μόνον, εἴπερ ἄρα, περιβλέπεισ τὸ κατὰ σεαυτόν, οἷ τραπόμενον χρὴ σωθῆναι καὶ τὸν κίνδυνον διαφυγεῖν οἱ δ’ εὐλαβοῦνται μὲν καὶ ἀμφ’ αὑτοῖσ, ἀνιῶνται δὲ ὁρῶντεσ ἀπὸ τῶν τειχῶν ἀγόμενα καὶ φερόμενα ὅσα εἶχον ἐν τοῖσ ἀγροῖσ. (Lucian, Gallus, (no name) 21:3)
Synonyms
-
to capture
-
come
- ἐξικνέομαι (to come to)
- ἱκνέομαι (to come)
- εἰσαφικάνω (to come to)
- παραβάλλω (to come n)
- ἐκπίπτω (to come out)
- ἵκω (to come to)
- προσέρχομαι (to come or go to)
- ἑρπύζω (to go, come)
- ἕρπω ( I go or come)
- ἔρχομαι (I come, go)
- ἐξέρχομαι (to go out, come out )
- σύνειμι (to come in)
- ἔξειμι (to go out, come out)
- συνεξέρχομαι (to go or come out with)
- ἐκπεράω (to go or come out of)
- βλώσκω (come, go)
- βάσκω ( come, go)
- ἀφικνέομαι (to come)
- ἀμείβω (comes on)
- συνεκπεράω (to come out together)
- συμπορεύομαι (to come together)
- προσέρπω (to come to or upon)
- προσβαίνω (to come upon)
- ἱκνέομαι (to come upon)
- ἵκω (come upon, upon)
- ἔπειμι (to come upon)
- περιέρχομαι (to come round)
- περινίσσομαι (to come round)
- περίειμι (to come round to)
- περιβαίνω (to come round)
- συγκαταβαίνω (to go or come down with)
- κατίσχω (to come down)
- ἀφικνέομαι (to come into)
- ἐπεισέρχομαι (to come in besides)
- προσνίσσομαι (to come against)
- πάρειμι (to have come from)
- προεισέρχομαι (to come or go in before)
- ἐξάνειμι (to come back from)
- καθήκω (is come, [the time], comes)
- πρόσειμι (to come on, be at hand)
- παρίστημι (I come, I am at hand)
- ἐπεισέρχομαι (to come in after)
- ἐξορίζω (to come forth from)
- ἔξειμι (to come forth)
- ἐξανέρχομαι (to come forth from)
- συνανύτω (to come to an end with)
- ἀνύω (to come to an end)
- περαίνω (to come to an end, end)
- τελευτάω (to come to an end)
- προσχρίμπτω (to come near)
- πελάζω (come near)
- ἐπιπίλναμαι (to come near)
- προπορεύομαι (to come forward)
- πρόσειμι (to come forward)
- ἐπέρχομαι (to come on, return)
- προσστείχω (to go or come towards)
- ὑπαντάω (to come or go to meet)
- ἐπιχορεύω (to come dancing on)
- ἀναδύνω (to come up, rise)
- συγγίγνομαι (to come to assist)
- προσνίσσομαι (to come or go to, to approach)
- ἐπιδημέω (to come home)
- προσαμύνω (to come to aid)