Ancient Greek-English Dictionary Language

συμπίπτω

Non-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: συμπίπτω

Structure: συμ (Prefix) + πίπτ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. I fall together, meet violently, I fall in with, meet with (especially with accidents, misfortunes)

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular συμπίπτω συμπίπτεις συμπίπτει
Dual συμπίπτετον συμπίπτετον
Plural συμπίπτομεν συμπίπτετε συμπίπτουσιν*
SubjunctiveSingular συμπίπτω συμπίπτῃς συμπίπτῃ
Dual συμπίπτητον συμπίπτητον
Plural συμπίπτωμεν συμπίπτητε συμπίπτωσιν*
OptativeSingular συμπίπτοιμι συμπίπτοις συμπίπτοι
Dual συμπίπτοιτον συμπιπτοίτην
Plural συμπίπτοιμεν συμπίπτοιτε συμπίπτοιεν
ImperativeSingular συμπίπτε συμπιπτέτω
Dual συμπίπτετον συμπιπτέτων
Plural συμπίπτετε συμπιπτόντων, συμπιπτέτωσαν
Infinitive συμπίπτειν
Participle MasculineFeminineNeuter
συμπιπτων συμπιπτοντος συμπιπτουσα συμπιπτουσης συμπιπτον συμπιπτοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular συμπίπτομαι συμπίπτει, συμπίπτῃ συμπίπτεται
Dual συμπίπτεσθον συμπίπτεσθον
Plural συμπιπτόμεθα συμπίπτεσθε συμπίπτονται
SubjunctiveSingular συμπίπτωμαι συμπίπτῃ συμπίπτηται
Dual συμπίπτησθον συμπίπτησθον
Plural συμπιπτώμεθα συμπίπτησθε συμπίπτωνται
OptativeSingular συμπιπτοίμην συμπίπτοιο συμπίπτοιτο
Dual συμπίπτοισθον συμπιπτοίσθην
Plural συμπιπτοίμεθα συμπίπτοισθε συμπίπτοιντο
ImperativeSingular συμπίπτου συμπιπτέσθω
Dual συμπίπτεσθον συμπιπτέσθων
Plural συμπίπτεσθε συμπιπτέσθων, συμπιπτέσθωσαν
Infinitive συμπίπτεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
συμπιπτομενος συμπιπτομενου συμπιπτομενη συμπιπτομενης συμπιπτομενον συμπιπτομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. I fall together

Related

Derived

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION