Ancient Greek-English Dictionary Language

προκαταπίπτω

Non-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: προκαταπίπτω

Structure: προ (Prefix) + κατα (Prefix) + πίπτ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to fall down before, reached, beforehand

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular προκαταπίπτω προκαταπίπτεις προκαταπίπτει
Dual προκαταπίπτετον προκαταπίπτετον
Plural προκαταπίπτομεν προκαταπίπτετε προκαταπίπτουσιν*
SubjunctiveSingular προκαταπίπτω προκαταπίπτῃς προκαταπίπτῃ
Dual προκαταπίπτητον προκαταπίπτητον
Plural προκαταπίπτωμεν προκαταπίπτητε προκαταπίπτωσιν*
OptativeSingular προκαταπίπτοιμι προκαταπίπτοις προκαταπίπτοι
Dual προκαταπίπτοιτον προκαταπιπτοίτην
Plural προκαταπίπτοιμεν προκαταπίπτοιτε προκαταπίπτοιεν
ImperativeSingular προκαταπίπτε προκαταπιπτέτω
Dual προκαταπίπτετον προκαταπιπτέτων
Plural προκαταπίπτετε προκαταπιπτόντων, προκαταπιπτέτωσαν
Infinitive προκαταπίπτειν
Participle MasculineFeminineNeuter
προκαταπιπτων προκαταπιπτοντος προκαταπιπτουσα προκαταπιπτουσης προκαταπιπτον προκαταπιπτοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular προκαταπίπτομαι προκαταπίπτει, προκαταπίπτῃ προκαταπίπτεται
Dual προκαταπίπτεσθον προκαταπίπτεσθον
Plural προκαταπιπτόμεθα προκαταπίπτεσθε προκαταπίπτονται
SubjunctiveSingular προκαταπίπτωμαι προκαταπίπτῃ προκαταπίπτηται
Dual προκαταπίπτησθον προκαταπίπτησθον
Plural προκαταπιπτώμεθα προκαταπίπτησθε προκαταπίπτωνται
OptativeSingular προκαταπιπτοίμην προκαταπίπτοιο προκαταπίπτοιτο
Dual προκαταπίπτοισθον προκαταπιπτοίσθην
Plural προκαταπιπτοίμεθα προκαταπίπτοισθε προκαταπίπτοιντο
ImperativeSingular προκαταπίπτου προκαταπιπτέσθω
Dual προκαταπίπτεσθον προκαταπιπτέσθων
Plural προκαταπίπτεσθε προκαταπιπτέσθων, προκαταπιπτέσθωσαν
Infinitive προκαταπίπτεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
προκαταπιπτομενος προκαταπιπτομενου προκαταπιπτομενη προκαταπιπτομενης προκαταπιπτομενον προκαταπιπτομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to fall down before

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION