σύμφημι?
-μι athematic Verb;
자동번역
Transliteration: symphēmi
Principal Part:
σύμφημι
συμφήσω
συνέφησα
Structure:
συμ
(Prefix)
+
φά
(Stem)
+
μι
(Ending)
Sense
- to assent, approve, agree fully
- to concede, agree to, grant, I grant, say yes
- to agree
- to promise
Conjugation
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- νῦν δ οὐδείς ἐστιν ὅστις οὐκ ἂν συμφήσαι τὸ μὴ οὐ τὰ μέγιστ ἀνθρώποις καὶ κάλλιστ ἐκ θεῶν ἅμα τε ἔξω τέχνης εἶναι καὶ τέχνης κρείττω, καὶ τοῦθ οὕτω παρὰ πᾶσιν ἀνθρώποις καὶ δεξιοῖς καὶ πολλοῖς κεκράτηκεν ὥσθ ὅσα μὲν τῶν ἑπτὰ σοφῶν κληθέντων οὕτως ἐν τοῖς πᾶσιν ὄντων εὐαριθμήτων εἶπέ τις ἢ συνεβούλευσεν, ἢ τῶν ἄλλων οὓς ἐπὶ παιδείᾳ θαυμάζομεν ὡς πρώτους, οὐδεὶς προστίθησι θεῷ, ἀλλὰ τὸ τοῦ ἀνδρὸς ὄνομα ἑκάστοις ἐπιφημίζεται ἃ δ ἂν αἱ Πυθοῖ προμάντεις φῶσιν, ἐπειδὰν ἐκστῶσιν ἑαυτῶν, ταῦθ ὡς ὁ Πύθιος εἶπε καὶ Πλάτων καὶ ἅπαντες λέγουσι καίτοι τίνα ἐπίστανται δή που τέχνην τότε, αἵ γε οὐχ οἱαί῀ τέ εἰσι φυλάττειν οὐδὲ μεμνῆσθαι· (Aristides, Aelius, Orationes, 9:5)
- ἆρ οὖν αὐτὸ γιγνώσκων σύμφης, ἤ σε οἱο῀ν ῥύμη τις ὑπὸ τοῦ λόγου συνειθισμένον συνεπεσπάσατο πρὸς τὸ ταχὺ συμφῆσαι· (Plato, Cratylus, Theaetetus, Sophist, Statesman, 123:2)
- οἶμαι δ ἂν ἅπαντας συμφῆσαι μήτε πόλεως ἂν ἄλλης εἶναι τὸ ἀνάθημα μήτε λιθοτομίας ἑτέρας ἢ τῆς ὑμετέρας: (Aristides, Aelius, Orationes, 5:4)
- τὸν δὲ οὐ συμφῆσαι. (Aristides, Aelius, Orationes, 8:4)
- ἐλευθερίας τῶν Ἑλλήνων φαίημεν ἂν, οἶμαι δὲ μηδ ἡμᾶς ἂν τοῦτό γε χρῆναι λέγειν, ἀλλ ὑπὲρ ἡμῶν ἅπαντας ἂν συμφῆσαι. (Aristides, Aelius, Orationes, 2:6)
- χωρὶς δὲ τούτων ἅπαντας ἂν οἶμαι συμφῆσαι τὸ μὲν ἡμᾶς ὄντας Ἕλληνας καὶ ὁμοφύλους ἐρίζειν πρὸς ἀλλήλους ὑπὲρ ἀρχῆς καὶ τάξεως ἀνεπίφθονον εἶναι καὶ τῶν νενομισμένων, τὸν δ ὅλως ἀλλότριον μηδεμιᾶς ὀργῆς μηδ ἔριδος χρῆναι προσίεσθαι, ἀλλὰ τὸν αὐτὸν τρόπον ὥσπερ ἂν εἰ δύ ἀδελφοὶ πρωτείων ἠμφισβήτουν ἐν σφίσιν αὐτοῖς, ἕν γ ἂν ἐκεῖνο ταυτὸν ἐγίγνωσκον, εἴ τις ξένος καὶ μηδὲν προσήκων ἐβιάζετο, κοιναῖς ταῖς θύραις ἀποκλείειν, οὕτως ἐπὶ τῶν Ἑλληνικῶν μηδενὶ τῶν ἔξωθεν λαβὴν εἶναι τὰ καθ ἡμᾶς αὐτοὺς ἀπόρρητα: (Aristides, Aelius, Orationes, 7:9)
Synonyms
-
to assent
-
to concede
- συγχωρέω (to concede or grant, to grant that)
-
to agree
- συνδοξάζω (to agree with)
- ὁμολογέω (I agree with)
- ἐάω (to agree)
- συντάσσω (to agree together)
- τάσσω (I agree upon)
- συγκαταινέω (to agree with, favour)
- ἐξομολογέομαι (to agree, promise)
- συνομολογέω (to agree to do, promise)
- καταινέω (to agree or promise to, to agree that)
- ὁμηρέω (to accord, agree)
- καταινέω (to agree to, approve of)
- ἐπαινέω (I agree or undertake to do)
- συμβούλομαι (to agree with, to consent)
- συναινέω (to consent, to agree with)
- συναινέω (to agree or consent)
- συννεύω (to consent, agree)
- συντίθημι (to covenant or agree)
- συμφρονέω (to be of one mind with, to agree)
- ὁμολογέω (I correspond with, agree with)
- συμπλάσσω (by agreeing, a fiction)
- συγκαταβαίνω (to come down to, agree to)
- συναρμόζω (to fit together, agree)
-
to promise
Derived
- ἀντίφημι (to speak against, to contradict)
- ἀπόφημι (to speak out, declare flatly or plainly, to say no)
- ἔκφημι (to speak out or forth, speak loudly)
- κατάφημι (to say yes, assent)
- μετάφημι (to speak among, to address, to accost)
- παράφημι (to speak gently to, to advise, to persuade)
- πρόσφημι (to speak to, address)
- φημί (I speak, say.)