Ancient Greek-English Dictionary Language

μετάφημι

-μι athematic Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: μετάφημι

Structure: μετα (Prefix) + φᾱ́ (Stem) + μι (Ending)

Etym.: cf. metei=pon

Sense

  1. to speak among, to address
  2. to accost

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular μετάφημι μετάφης μετάφησιν*
Dual μεταφάτον μεταφάτον
Plural μεταφάμεν μεταφάτε μεταφάᾱσιν*
SubjunctiveSingular μετάφω μετάφῃς μετάφῃ
Dual μετάφητον μετάφητον
Plural μετάφωμεν μετάφητε μετάφωσιν*
OptativeSingular μεταφαῖην μεταφαῖης μεταφαῖη
Dual μεταφαῖητον μεταφαίητην
Plural μεταφαῖημεν μεταφαῖητε μεταφαῖησαν
ImperativeSingular μετάφᾱ μεταφάτω
Dual μεταφάτον μεταφάτων
Plural μεταφάτε μεταφάντων
Infinitive μεταφάναι
Participle MasculineFeminineNeuter
μεταφᾱς μεταφαντος μεταφᾱσα μεταφᾱσης μεταφαν μεταφαντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular μεταφάμαι μεταφάσαι μεταφάται
Dual μεταφάσθον μεταφάσθον
Plural μεταφάμεθα μεταφάσθε μεταφάνται
SubjunctiveSingular μετάφωμαι μετάφῃ μετάφηται
Dual μετάφησθον μετάφησθον
Plural μεταφώμεθα μετάφησθε μετάφωνται
OptativeSingular μεταφαῖμην μετάφαιο μετάφαιτο
Dual μετάφαισθον μεταφαῖσθην
Plural μεταφαῖμεθα μετάφαισθε μετάφαιντο
ImperativeSingular μεταφάσο μεταφάσθω
Dual μεταφάσθον μεταφάσθων
Plural μεταφάσθε μεταφάσθων
Infinitive μεταφάσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
μεταφαμενος μεταφαμενου μεταφαμενη μεταφαμενης μεταφαμενον μεταφαμενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to speak among

  2. to accost

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION