헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

στείχω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: στείχω

형태분석: στείχ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 접근하다, 다가가다, 걷다, 나아가다, 다가오다, 전진하다
  1. to walk, march, go or come, to go to, approach
  2. to go after one another, go in line or order

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 στείχω

(나는) 접근한다

στείχεις

(너는) 접근한다

στείχει

(그는) 접근한다

쌍수 στείχετον

(너희 둘은) 접근한다

στείχετον

(그 둘은) 접근한다

복수 στείχομεν

(우리는) 접근한다

στείχετε

(너희는) 접근한다

στείχουσιν*

(그들은) 접근한다

접속법단수 στείχω

(나는) 접근하자

στείχῃς

(너는) 접근하자

στείχῃ

(그는) 접근하자

쌍수 στείχητον

(너희 둘은) 접근하자

στείχητον

(그 둘은) 접근하자

복수 στείχωμεν

(우리는) 접근하자

στείχητε

(너희는) 접근하자

στείχωσιν*

(그들은) 접근하자

기원법단수 στείχοιμι

(나는) 접근하기를 (바라다)

στείχοις

(너는) 접근하기를 (바라다)

στείχοι

(그는) 접근하기를 (바라다)

쌍수 στείχοιτον

(너희 둘은) 접근하기를 (바라다)

στειχοίτην

(그 둘은) 접근하기를 (바라다)

복수 στείχοιμεν

(우리는) 접근하기를 (바라다)

στείχοιτε

(너희는) 접근하기를 (바라다)

στείχοιεν

(그들은) 접근하기를 (바라다)

명령법단수 στείχε

(너는) 접근해라

στειχέτω

(그는) 접근해라

쌍수 στείχετον

(너희 둘은) 접근해라

στειχέτων

(그 둘은) 접근해라

복수 στείχετε

(너희는) 접근해라

στειχόντων, στειχέτωσαν

(그들은) 접근해라

부정사 στείχειν

접근하는 것

분사 남성여성중성
στειχων

στειχοντος

στειχουσα

στειχουσης

στειχον

στειχοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 στείχομαι

(나는) 접근된다

στείχει, στείχῃ

(너는) 접근된다

στείχεται

(그는) 접근된다

쌍수 στείχεσθον

(너희 둘은) 접근된다

στείχεσθον

(그 둘은) 접근된다

복수 στειχόμεθα

(우리는) 접근된다

στείχεσθε

(너희는) 접근된다

στείχονται

(그들은) 접근된다

접속법단수 στείχωμαι

(나는) 접근되자

στείχῃ

(너는) 접근되자

στείχηται

(그는) 접근되자

쌍수 στείχησθον

(너희 둘은) 접근되자

στείχησθον

(그 둘은) 접근되자

복수 στειχώμεθα

(우리는) 접근되자

στείχησθε

(너희는) 접근되자

στείχωνται

(그들은) 접근되자

기원법단수 στειχοίμην

(나는) 접근되기를 (바라다)

στείχοιο

(너는) 접근되기를 (바라다)

στείχοιτο

(그는) 접근되기를 (바라다)

쌍수 στείχοισθον

(너희 둘은) 접근되기를 (바라다)

στειχοίσθην

(그 둘은) 접근되기를 (바라다)

복수 στειχοίμεθα

(우리는) 접근되기를 (바라다)

στείχοισθε

(너희는) 접근되기를 (바라다)

στείχοιντο

(그들은) 접근되기를 (바라다)

명령법단수 στείχου

(너는) 접근되어라

στειχέσθω

(그는) 접근되어라

쌍수 στείχεσθον

(너희 둘은) 접근되어라

στειχέσθων

(그 둘은) 접근되어라

복수 στείχεσθε

(너희는) 접근되어라

στειχέσθων, στειχέσθωσαν

(그들은) 접근되어라

부정사 στείχεσθαι

접근되는 것

분사 남성여성중성
στειχομενος

στειχομενου

στειχομενη

στειχομενης

στειχομενον

στειχομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 έ̓στειχον

(나는) 접근하고 있었다

έ̓στειχες

(너는) 접근하고 있었다

έ̓στειχεν*

(그는) 접근하고 있었다

쌍수 ἐστείχετον

(너희 둘은) 접근하고 있었다

ἐστειχέτην

(그 둘은) 접근하고 있었다

복수 ἐστείχομεν

(우리는) 접근하고 있었다

ἐστείχετε

(너희는) 접근하고 있었다

έ̓στειχον

(그들은) 접근하고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐστειχόμην

(나는) 접근되고 있었다

ἐστείχου

(너는) 접근되고 있었다

ἐστείχετο

(그는) 접근되고 있었다

쌍수 ἐστείχεσθον

(너희 둘은) 접근되고 있었다

ἐστειχέσθην

(그 둘은) 접근되고 있었다

복수 ἐστειχόμεθα

(우리는) 접근되고 있었다

ἐστείχεσθε

(너희는) 접근되고 있었다

ἐστείχοντο

(그들은) 접근되고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἔνθεν ἀπορνύμεναι, κεκαλυμμέναι ἠέρι πολλῇ, ἐννύχιαι στεῖχον περικαλλέα ὄσσαν ἱεῖσαι, ὑμνεῦσαι Δία τ’ αἰγίοχον καὶ πότνιαν Ἥρην Ἀργεί̈ην, χρυσέοισι πεδίλοισ ἐμβεβαυῖαν, κούρην τ’ αἰγιόχοιο Διὸσ γλαυκῶπιν Ἀθήνην Φοῖβόν τ’ Ἀπόλλωνα καὶ Ἄρτεμιν ἰοχέαιραν ἠδὲ Ποσειδάωνα γεήοχον, ἐννοσίγαιον, καὶ Θέμιν αἰδοίην ἑλικοβλέφαρόν τ’ Ἀφροδίτην Ἥβην τε χρυσοστέφανον καλήν τε Διώνην Λητώ τ’ Ιἀπετόν τε ἰδὲ Κρόνον ἀγκυλομήτην Ηὦ τ’ Ηἔλιόν τε μέγαν λαμπράν τε Σελήνην Γαῖάν τ’ Ὠκεανόν τε μέγαν καὶ Νύκτα μέλαιναν ἄλλων τ’ ἀθανάτων ἱερὸν γένοσ αἰὲν ἐόντων. (Hesiod, Theogony, Book Th. 2:4)

    (헤시오도스, 신들의 계보, Book Th. 2:4)

  • ἕπτ’ ἔσαν ἡγεμόνεσ φυλάκων, ἑκατὸν δὲ ἑκάστῳ κοῦροι ἅμα στεῖχον δολίχ’ ἔγχεα χερσὶν ἔχοντεσ· (Homer, Iliad, Book 9 7:3)

    (호메로스, 일리아스, Book 9 7:3)

유의어

  1. 접근하다

  2. to go after one another

파생어

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION