헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

πολύστονος

1/2군 변화 형용사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: πολύστονος πολύστονον

형태분석: πολυστον (어간) + ος (어미)

어원: ste/nw

  1. 비통한, 애도하는, 우울한
  2. 비통한, 애도하는, 우울한
  1. much-sighing, mournful
  2. causing many sighs, mournful

곡용 정보

1/2군 변화
남/여성 중성
단수주격 πολύστονος

비통한 (이)가

πολύστονον

비통한 (것)가

속격 πολυστόνου

비통한 (이)의

πολυστόνου

비통한 (것)의

여격 πολυστόνῳ

비통한 (이)에게

πολυστόνῳ

비통한 (것)에게

대격 πολύστονον

비통한 (이)를

πολύστονον

비통한 (것)를

호격 πολύστονε

비통한 (이)야

πολύστονον

비통한 (것)야

쌍수주/대/호 πολυστόνω

비통한 (이)들이

πολυστόνω

비통한 (것)들이

속/여 πολυστόνοιν

비통한 (이)들의

πολυστόνοιν

비통한 (것)들의

복수주격 πολύστονοι

비통한 (이)들이

πολύστονα

비통한 (것)들이

속격 πολυστόνων

비통한 (이)들의

πολυστόνων

비통한 (것)들의

여격 πολυστόνοις

비통한 (이)들에게

πολυστόνοις

비통한 (것)들에게

대격 πολυστόνους

비통한 (이)들을

πολύστονα

비통한 (것)들을

호격 πολύστονοι

비통한 (이)들아

πολύστονα

비통한 (것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • παῖδεσ, πῆ με λιποῦσα πολύστονον ᾤχετο μήτηρ, ἣ χθιζόν σὺν ἐμοὶ θαλάμων κληῖδασ ἑλοῦσα ἔδραθεν ὑπνώουσα καὶ ἐσ μίαν ἤλυθεν εὐνήν; (Colluthus, Rape of Helen, book 1161)

    (콜루토스, Rape of Helen, book 1161)

  • τοῖα δὲ δακρύσασα πολύστονοσ ἔννεπε κούρη· (Colluthus, Rape of Helen, book 1170)

    (콜루토스, Rape of Helen, book 1170)

  • τῶ σε, πολέμαρχε Κνωσίων, κέλομαι πολύστονον ἐρύκεν ὕβριν· (Bacchylides, , dithyrambs, ode 17 2:4)

    (바킬리데스, , dithyrambs, ode 17 2:4)

  • ἔρημά σ’ ἁ πολύστονοσ Οἰδιπόδα δώματα λιποῦσ’ ἦλθ’ Ἐρινύσ. (Euripides, Suppliants, choral, epode6)

    (에우리피데스, Suppliants, choral, epode6)

  • ἄνοικτοσ ὅσ μ’ ἔδησε τὸν πολυστονώτατον βροτῶν· (Aristophanes, Thesmophoriazusae, Lyric-Scene, lyric4)

    (아리스토파네스, Thesmophoriazusae, Lyric-Scene, lyric4)

  • βέβακεν ἐν δίφροισιν ἁ πολύστονοσ, ἁρ́μασι δ’ ἐνδίδωσι κέντρον ὡσ ἐπὶ λώβᾳ Νυκτὸσ Γοργὼν ἑκατογκεφάλοισ ὄφεων ἰαχήμασι, Λύσσα μαρμαρωπόσ. (Euripides, Heracles, choral, lyric4)

    (에우리피데스, Heracles, choral, lyric4)

  • ἔβασ ἔβασ, ὦ πτεροῦσσα, γᾶσ λόχευμα νερτέρου τ’ Ἐχίδνασ, Καδμείων ἁρπαγά, πολύφθοροσ πολύστονοσ μειξοπάρθενοσ, δάιον τέρασ, φοιτάσι πτεροῖσ χαλαῖσί τ’ ὠμοσίτοισ· (Euripides, Phoenissae, choral, strophe 11)

    (에우리피데스, Phoenissae, choral, strophe 11)

  • ὅθεν δόμοισι τοῖσ ἐμοῖσ ἦλθ’ ἀρὰ πολύστονοσ, λόχευμα ποιμνίοισι Μαιάδοσ τόκου, τὸ χρυσόμαλλον ἀρνὸσ ὁπότ’ ἐγένετο τέρασ ὀλοὸν ὀλοὸν Ἀτρέοσ ἱπποβώτα· (Euripides, choral, epode2)

    (에우리피데스, choral, epode2)

유의어

  1. 비통한

  2. 비통한

관련어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION